Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαδέχομαι < αρχαία ελληνική διαδέχομαι < διά + δέχομαι

  Ρήμα Επεξεργασία

διαδέχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. αναλαμβάνω το αξίωμα που πριν κατείχε κάποιος άλλος
    μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Κωνσταντίνος
  2. παίρνω τη θέση αυτού που πριν κατείχε κάτι άλλο ή κάποιος άλλος
    οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη χωρίς να φέρνουν τίποτα καινούριο στη ζωή του
     συνώνυμα: ακολουθώ

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαδέχομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα Επεξεργασία

διαδέχομαι

  1. παίρνω κάτι που είχε πριν άλλος
  2. (με δοτική) διαδέχομαι (κάποιον)
  3. κληρονομώ
  4. ανακουφίζω και ανακουφίζομαι ταυτόχρονα