Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοδιάδοχος η αλληλοδιάδοχη το αλληλοδιάδοχο
      γενική του αλληλοδιάδοχου της αλληλοδιάδοχης του αλληλοδιάδοχου
    αιτιατική τον αλληλοδιάδοχο την αλληλοδιάδοχη το αλληλοδιάδοχο
     κλητική αλληλοδιάδοχε αλληλοδιάδοχη αλληλοδιάδοχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοδιάδοχοι οι αλληλοδιάδοχες τα αλληλοδιάδοχα
      γενική των αλληλοδιάδοχων των αλληλοδιάδοχων των αλληλοδιάδοχων
    αιτιατική τους αλληλοδιάδοχους τις αλληλοδιάδοχες τα αλληλοδιάδοχα
     κλητική αλληλοδιάδοχοι αλληλοδιάδοχες αλληλοδιάδοχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοδιάδοχος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αλληλοδιάδοχος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία