alternate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά 1
επεξεργασία- Ρήμα
- ΔΦΑ : /ˈɒl.tə(ɹ)ˌneɪt/ (βρετανικό) ⓘ
- ΔΦΑ : /ˈɔːltəneɪt/ & /ˈɒltəneɪt/ (ΗΠΑ) ⓘ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | alternate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alternates |
αόριστος | alternated |
παθητική μετοχή | alternated |
ενεργητική μετοχή | alternating |
alternate (en)
- (αμετάβατο) εναλλάσσω, αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, θέτω διαδοχικά και κατ΄ επανάληψη στη θέση του ενός το άλλο
- ⮡ She alternates the comic element with the tragic.
- Εναλλάσσει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο.
- ⮡ He alternates sweet words with threats.
- Εναλλάσσει τα γλυκόλογα με τις απειλές.
- ⮡ She alternates the comic element with the tragic.
- (αμετάβατο) εναλλάσσομαι, επαναλαμβάνω σειραϊκά με παρεμβολή κάτι διαφορετικού ή απλώς επανάληψη αλληλουχίας
- ⮡ The shirt has white stripes alternating with black ones.
- Το πουκάμισο έχει άσπρες ρίγες που εναλλάσσονται με μαύρες.
- ⮡ The shirt has white stripes alternating with black ones.
- (αμετάβατο) εναλλάσσομαι, κάνω κάτι εναλλάξ με κάτι άλλο, αντικαθίσταμαι από άλλον και τον αντικαθιστώ διαδοχικώς και κατ΄ επανάληψη
- ⮡ The guards alternate every two hours.
- Οι φρουροί εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες.
- ⮡ The parties alternate in power.
- Τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία.
- ⮡ He alternates between sweet words and threats.
- Εναλλάσσει τα γλυκόλογα με τις απειλές.
- ⮡ We will alternate between playing loudly and softly.
- θα παίξουμε εναλλάξ δυνατά και απαλά.
- ⮡ The guards alternate every two hours.
Προφορά 2
επεξεργασία- Επίθετο, Ουσιαστικό
- ΔΦΑ : /ɒlˈtɜː(ɹ).nət/ (βρετανικό) ⓘ
- ΔΦΑ : /ˈɔl.tɚ.nət/ & /ˈɑl.tɚ.nət/ (ΗΠΑ) ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαalternate (en) (χωρίς παραθετικά)
- εναλλασσόμενος, κάθε δεύτερος, που αντικαθίσταται από το ένα με το άλλο διαδοχικά και κατ' επανάληψη
- ⮡ alternate days - εναλλασσόμενες ημέρες
- ⮡ the alternate periods of flooding and drought - οι εναλλασσόμενες περίοδοι πλημμύρων και ξηρασίας
- ⮡ I work alternate weekends.
- Δουλεύω κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο.
- ⮡ He works on alternate days.
- Δουλεύει μέρα πάρα μέρα.
- ≈ συνώνυμα: alternating
- (αμερικανική σημασία) εναλλακτικός, αναπληρωματικός, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά
- ⮡ I was forced to accept his terms because I had no other alternate proposal.
- Αναγκάστηκα να δεχτώ τους όρους του, γιατί δεν είχα άλλη εναλλακτική πρόταση.
- ⮡ an alternate juror - αναπληρωματικός ένορκος
- ≈ συνώνυμα: alternative
- ⮡ I was forced to accept his terms because I had no other alternate proposal.
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alternate | alternates |
alternate (en)
- ο αναπληρωτής/η αναπληρώτρια, πρόσωπο που κάνει μια δουλειά για κάποιον που λείπει
- ⮡ You have to find your alternate yourself.
- Πρέπει να βρεις ο ίδιος τον αναπληρωτή σου.
- ≈ συνώνυμα: substitute
- ⮡ You have to find your alternate yourself.