alternate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά 1 επεξεργασία
- Ρήμα
- ΔΦΑ : /ˈɔːltəneɪt/ & /ˈɒltəneɪt/
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | alternate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | alternates |
αόριστος | alternated |
παθητική μετοχή | alternated |
ενεργητική μετοχή | alternating |
alternate (en)
- εναλλάσσω, εναλλάσσομαι
- (something) alternate with (something): επαναλαμβάνω σειραϊκά με παρεμβολή κάτι διαφορετικού ή απλώς επανάληψη αλληλουχίας
- παλινδρομώ
Προφορά 2 επεξεργασία
- Επίθετο, Ουσιαστικό
- ΔΦΑ : /ɔːlˈtəːnət/ & /ɒlˈtəːnət/
Επίθετο επεξεργασία
alternate (en)
Σύνθετα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
alternate | alternates |
alternate (en)
- ο αναπληρωτής, η αναπληρώτρια
- ο υποκαταστάτης, η υποκαταστάτρια