substitute
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
substitute | substitutes |
substitute (en)
- το υποκατάστατο, ο αναπληρωτής, ο αντικαταστάτης, ένα άτομο ή ένα πράγμα που χρησιμοποιώ ή έχω αντί αυτού που χρησιμοποιώ ή έχω συνήθως
- ↪ honey substitutes - τα υποκατάστατα του μελιού
- ↪ You must find your substitute yourself.
- Πρέπει να βρεις ο ίδιος τον αναπληρωτή σου.
- ↪ He is a substitute for the director, when he is absent.
- (κυριολεκτικά) Είναι αντικαταστάτης του διευθυντή, όταν αυτός απουσιάζει./Είναι αναπληρωτής διευθυντής.
- ≈ συνώνυμα: alternate
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | substitute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | substitutes |
αόριστος | substituted |
παθητική μετοχή | substituted |
ενεργητική μετοχή | substituting |
substitute (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, τοποθετώ κάποιον ή κάτι στη θέση του άλλου· παίρνω τη θέση κάποιου άλλου
- ↪ I will be substituting for your teacher this week.
- Θα αντικαταστήσω το δάσκαλό σας αυτή η βδομάδα.
- ↪ Who will substitute for me tomorrow?
- Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο;
- ↪ We will substitute butter with margarine.
- Θα υποκαθιστούμε το βούτυρο με μαργαρίνη.
- ↪ The assistant director is substituting for the director who’s away.
- Ο υποδιευθυντής αναπληρώνει το διευθυντή που λείπει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη replace
- ↪ I will be substituting for your teacher this week.
Πηγές
επεξεργασία- substitute (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- substitute (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 54, 77, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπληρωτής, αντικατασταίνω, υποκαθιστώ, υποκατάστατο