αναπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπληρώνω < αρχαία ελληνική αναπληρόω -ῶ(γεμίζω ξανά)
Ρήμα
επεξεργασίααναπληρώνω
- αντικαθιστώ κάποιον και εκτελώ τις λειτουργίες που, για κάποιον προσωρινό ή μόνιμο λόγο, δεν είναι σε κατάσταση να εκπληρώσει μόνος του
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπληρώνω | αναπλήρωνα | θα αναπληρώνω | να αναπληρώνω | αναπληρώνοντας | |
β' ενικ. | αναπληρώνεις | αναπλήρωνες | θα αναπληρώνεις | να αναπληρώνεις | αναπλήρωνε | |
γ' ενικ. | αναπληρώνει | αναπλήρωνε | θα αναπληρώνει | να αναπληρώνει | ||
α' πληθ. | αναπληρώνουμε | αναπληρώναμε | θα αναπληρώνουμε | να αναπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | αναπληρώνετε | αναπληρώνατε | θα αναπληρώνετε | να αναπληρώνετε | αναπληρώνετε | |
γ' πληθ. | αναπληρώνουν(ε) | αναπλήρωναν αναπληρώναν(ε) |
θα αναπληρώνουν(ε) | να αναπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπλήρωσα | θα αναπληρώσω | να αναπληρώσω | αναπληρώσει | ||
β' ενικ. | αναπλήρωσες | θα αναπληρώσεις | να αναπληρώσεις | αναπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | αναπλήρωσε | θα αναπληρώσει | να αναπληρώσει | |||
α' πληθ. | αναπληρώσαμε | θα αναπληρώσουμε | να αναπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | αναπληρώσατε | θα αναπληρώσετε | να αναπληρώσετε | αναπληρώστε | ||
γ' πληθ. | αναπλήρωσαν αναπληρώσαν(ε) |
θα αναπληρώσουν(ε) | να αναπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπληρώσει | είχα αναπληρώσει | θα έχω αναπληρώσει | να έχω αναπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπληρώσει | είχες αναπληρώσει | θα έχεις αναπληρώσει | να έχεις αναπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπληρώσει | είχε αναπληρώσει | θα έχει αναπληρώσει | να έχει αναπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπληρώσει | είχαμε αναπληρώσει | θα έχουμε αναπληρώσει | να έχουμε αναπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπληρώσει | είχατε αναπληρώσει | θα έχετε αναπληρώσει | να έχετε αναπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπληρώσει | είχαν αναπληρώσει | θα έχουν αναπληρώσει | να έχουν αναπληρώσει |
|