ενεστώτας replace
γ΄ ενικό ενεστώτα replaces
αόριστος replaced
παθητική μετοχή replaced
ενεργητική μετοχή replacing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
replace < re- + place

  Προφορά

επεξεργασία
 

replace (en) (μεταβατικό)

  1. αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, εκτοπίζω, χρησιμοποιείται αντί για κάποιον ή κάτι άλλο ή κάνω κάτι αντί για κάποιον ή κάτι άλλο
    Who’s going to replace you?
    Ποιος θα σε αντικαταστήσει;
    Oil has almost replaced coal.
    Το πετρέλαιο έχει σχεδόν εκτοπίσει το κάρβουνο.
     συνώνυμα:  displace, fill in, substitute, supplant, supersede, take someone's place και take over
  2. αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, αφαιρώ κάποιον ή κάτι και βάζω άλλο άτομο ή πράγμα στη θέση του
    Who will replace me tomorrow?
    Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο;
    I’ll ask them to replace me.
    Θα ζητήσω να με αντικαταστήσουν.
  3. αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, κάτι με κάτι άλλο, αλλάζω κάτι που είναι παλιό, σπασμένο κτλ. για κάτι παρόμοιο που είναι νεότερο ή καλύτερο
    I replaced my car with a newer model.
    Αντικατέστησα το αυτοκίνητό μου με καινούριο μοντέλο.
    The car replaced the carriage.
    Το αυτοκίνητο αντικατάστησε την άμαξα.
    The batteries were dead so I replaced them.
    Οι μπαταρίες είχαν λήξει και τις άλλαξα.
  4. επανατοποθετώ, αποκαθιστώ, τοποθετώ κάτι στο μέρος που ήταν πριν

Συγγενικά

επεξεργασία