replace
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | replace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | replaces |
αόριστος | replaced |
παθητική μετοχή | replaced |
ενεργητική μετοχή | replacing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαreplace (en) (μεταβατικό)
- αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, εκτοπίζω, χρησιμοποιείται αντί για κάποιον ή κάτι άλλο ή κάνω κάτι αντί για κάποιον ή κάτι άλλο
- ↪ Who’s going to replace you?
- Ποιος θα σε αντικαταστήσει;
- ↪ Oil has almost replaced coal.
- Το πετρέλαιο έχει σχεδόν εκτοπίσει το κάρβουνο.
- ≈ συνώνυμα: displace, fill in, substitute, supplant, supersede, take someone's place και take over
- ↪ Who’s going to replace you?
- αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, αφαιρώ κάποιον ή κάτι και βάζω άλλο άτομο ή πράγμα στη θέση του
- ↪ Who will replace me tomorrow?
- Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο;
- ↪ I’ll ask them to replace me.
- Θα ζητήσω να με αντικαταστήσουν.
- ↪ Who will replace me tomorrow?
- αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, κάτι με κάτι άλλο, αλλάζω κάτι που είναι παλιό, σπασμένο κτλ. για κάτι παρόμοιο που είναι νεότερο ή καλύτερο
- ↪ I replaced my car with a newer model.
- Αντικατέστησα το αυτοκίνητό μου με καινούριο μοντέλο.
- ↪ The car replaced the carriage.
- Το αυτοκίνητο αντικατάστησε την άμαξα.
- ↪ The batteries were dead so I replaced them.
- Οι μπαταρίες είχαν λήξει και τις άλλαξα.
- ↪ I replaced my car with a newer model.
- επανατοποθετώ, αποκαθιστώ, τοποθετώ κάτι στο μέρος που ήταν πριν
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- replace - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 77, 275. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντικασταίνω, εκτοπίζω