Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκαθιστώ < ἀποκαθιστῶ < αρχαία ελληνική ἀποκαθίστημι

  Ρήμα επεξεργασία

αποκαθιστώ, πρτ.: αποκαθιστούσα, στ.μέλλ.: θα αποκαταστήσω, αόρ.: αποκατέστησα, παθ.φωνή: αποκαθίσταμαι, μτχ.π.π.: αποκατεστημένος

  1. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη καλή του κατάσταση ή λειτουργία, διορθώνω τη ζημιά ή τη βλάβη που υπέστη
    πρέπει να αποκαταστήσουμε τη βλάβη στο δίκτυο ύδρευσης
  2. εξασφαλίζω τα οικονομικά μέσα για την επιβίωση κάποιου
  3. (παρωχημένο) φροντίζω να παντρέψω την κόρη ή την αδελφή μου
    δεν ήθελε να νυμφευτεί ο ίδιος πριν αποκαταστήσει την αδελφή του
  4. ξαναδίνω σε κάποιον τη θέση του και τα προνόμιά του
  5. (γλωσσολογία) βρίσκω τον αρχικό τύπο μιας λέξης που δεν μαρτυρείται σε γραπτές πηγές
  6. (φιλολογία) βρίσκω την αρχική μορφή ενός κειμένου, αυτήν που είχε πριν υποστεί αλλαγές από διαδοχικούς αντιγραφείς

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία