αποκαθιστώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκαθιστώ < ἀποκαθιστῶ < αρχαία ελληνική ἀποκαθίστημι
Ρήμα
επεξεργασίααποκαθιστώ, πρτ.: αποκαθιστούσα, στ.μέλλ.: θα αποκαταστήσω, αόρ.: αποκατέστησα, παθ.φωνή: αποκαθίσταμαι, μτχ.π.π.: αποκατεστημένος
- επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη καλή του κατάσταση ή λειτουργία, διορθώνω τη ζημιά ή τη βλάβη που υπέστη
- πρέπει να αποκαταστήσουμε τη βλάβη στο δίκτυο ύδρευσης
- εξασφαλίζω τα οικονομικά μέσα για την επιβίωση κάποιου
- (παρωχημένο) φροντίζω να παντρέψω την κόρη ή την αδελφή μου
- δεν ήθελε να νυμφευτεί ο ίδιος πριν αποκαταστήσει την αδελφή του
- ξαναδίνω σε κάποιον τη θέση του και τα προνόμιά του
- (γλωσσολογία) βρίσκω τον αρχικό τύπο μιας λέξης που δεν μαρτυρείται σε γραπτές πηγές
- (φιλολογία) βρίσκω την αρχική μορφή ενός κειμένου, αυτήν που είχε πριν υποστεί αλλαγές από διαδοχικούς αντιγραφείς