παντρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παντρεύω και ὑπανδρεύω < ελληνιστική κοινή ὕπανδρος (που είχε προφορά με [nd])[1] < αρχαία ελληνική ὑπό + ἀνήρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /panˈdɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντρεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπαντρεύω, αόρ.: πάντρεψα, παθ.φωνή: παντρεύομαι, π.αόρ.: παντρεύτηκα, μτχ.π.π.: παντρεμένος
- ενώνω ένα ζευγάρι με τα δεσμά του γάμου κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής· λέγεται για τον ιερέα ή το δήμαρχο που έχουν τη νόμιμη εξουσία γι' αυτό το σκοπό
- παρίσταμαι ως μάρτυρας στο γάμο δύο ανθρώπων και συμμετέχω στην τελετή ως κουμπάρος
- ενεργώ ώστε δύο άνθρωποι να γνωριστούν και να παντρευτούν
- ενεργώ ώστε κάποιος δικός μου άνθρωπος να βρει σύζυγο και να παντρευτεί
- ⮡ Πάντρεψε την κόρη του μ' ένα καλό παιδί.
- (μεταφορικά) συνδυάζω δύο διαφορετικά στοιχεία σε ένα αρμονικό σύνολο
- ⮡ Πάντρεψε τη μουσική του Χ με τη χορογραφία του Υ.
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) σπάζω κάτι κατά λάθος
- ⮡ Ωχ! Τα πάντρεψε τα ποτήρια!
- → δείτε και το παθητικό παντρεύομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παντρεύω | πάντρευα | θα παντρεύω | να παντρεύω | παντρεύοντας | |
β' ενικ. | παντρεύεις | πάντρευες | θα παντρεύεις | να παντρεύεις | πάντρευε | |
γ' ενικ. | παντρεύει | πάντρευε | θα παντρεύει | να παντρεύει | ||
α' πληθ. | παντρεύουμε | παντρεύαμε | θα παντρεύουμε | να παντρεύουμε | ||
β' πληθ. | παντρεύετε | παντρεύατε | θα παντρεύετε | να παντρεύετε | παντρεύετε | |
γ' πληθ. | παντρεύουν(ε) | πάντρευαν παντρεύαν(ε) |
θα παντρεύουν(ε) | να παντρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάντρεψα | θα παντρέψω | να παντρέψω | παντρέψει | ||
β' ενικ. | πάντρεψες | θα παντρέψεις | να παντρέψεις | πάντρεψε | ||
γ' ενικ. | πάντρεψε | θα παντρέψει | να παντρέψει | |||
α' πληθ. | παντρέψαμε | θα παντρέψουμε | να παντρέψουμε | |||
β' πληθ. | παντρέψατε | θα παντρέψετε | να παντρέψετε | παντρέψτε | ||
γ' πληθ. | πάντρεψαν παντρέψαν(ε) |
θα παντρέψουν(ε) | να παντρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παντρέψει | είχα παντρέψει | θα έχω παντρέψει | να έχω παντρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις παντρέψει | είχες παντρέψει | θα έχεις παντρέψει | να έχεις παντρέψει | έχε παντρεμένο | |
γ' ενικ. | έχει παντρέψει | είχε παντρέψει | θα έχει παντρέψει | να έχει παντρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε παντρέψει | είχαμε παντρέψει | θα έχουμε παντρέψει | να έχουμε παντρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε παντρέψει | είχατε παντρέψει | θα έχετε παντρέψει | να έχετε παντρέψει | έχετε παντρεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παντρέψει | είχαν παντρέψει | θα έχουν παντρέψει | να έχουν παντρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παντρεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παντρεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παντρεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παντρεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παντρεύομαι | παντρευόμουν(α) | θα παντρεύομαι | να παντρεύομαι | ||
β' ενικ. | παντρεύεσαι | παντρευόσουν(α) | θα παντρεύεσαι | να παντρεύεσαι | ||
γ' ενικ. | παντρεύεται | παντρευόταν(ε) | θα παντρεύεται | να παντρεύεται | ||
α' πληθ. | παντρευόμαστε | παντρευόμαστε παντρευόμασταν |
θα παντρευόμαστε | να παντρευόμαστε | ||
β' πληθ. | παντρεύεστε | παντρευόσαστε παντρευόσασταν |
θα παντρεύεστε | να παντρεύεστε | (παντρεύεστε) | |
γ' πληθ. | παντρεύονται | παντρεύονταν παντρευόντουσαν |
θα παντρεύονται | να παντρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παντρεύτηκα | θα παντρευτώ | να παντρευτώ | παντρευτεί | ||
β' ενικ. | παντρεύτηκες | θα παντρευτείς | να παντρευτείς | παντρέψου | ||
γ' ενικ. | παντρεύτηκε | θα παντρευτεί | να παντρευτεί | |||
α' πληθ. | παντρευτήκαμε | θα παντρευτούμε | να παντρευτούμε | |||
β' πληθ. | παντρευτήκατε | θα παντρευτείτε | να παντρευτείτε | παντρευτείτε | ||
γ' πληθ. | παντρεύτηκαν παντρευτήκαν(ε) |
θα παντρευτούν(ε) | να παντρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παντρευτεί | είχα παντρευτεί | θα έχω παντρευτεί | να έχω παντρευτεί | παντρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις παντρευτεί | είχες παντρευτεί | θα έχεις παντρευτεί | να έχεις παντρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει παντρευτεί | είχε παντρευτεί | θα έχει παντρευτεί | να έχει παντρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παντρευτεί | είχαμε παντρευτεί | θα έχουμε παντρευτεί | να έχουμε παντρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε παντρευτεί | είχατε παντρευτεί | θα έχετε παντρευτεί | να έχετε παντρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παντρευτεί | είχαν παντρευτεί | θα έχουν παντρευτεί | να έχουν παντρευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παντρεμένος - είμαστε, είστε, είναι παντρεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παντρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παντρεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παντρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παντρεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παντρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παντρεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντρεύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παντρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας