Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παντρεύω και ὑπανδρεύω < ελληνιστική κοινή ὕπανδρος (που είχε προφορά με [nd])[1] < αρχαία ελληνική ὑπό + ἀνήρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /panˈdɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ντρεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

παντρεύω, αόρ.: πάντρεψα, παθ.φωνή: παντρεύομαι, π.αόρ.: παντρεύτηκα, μτχ.π.π.: παντρεμένος

  1. ενώνω ένα ζευγάρι με τα δεσμά του γάμου κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής· λέγεται για τον ιερέα ή το δήμαρχο που έχουν τη νόμιμη εξουσία γι' αυτό το σκοπό
  2. παρίσταμαι ως μάρτυρας στο γάμο δύο ανθρώπων και συμμετέχω στην τελετή ως κουμπάρος
  3. ενεργώ ώστε δύο άνθρωποι να γνωριστούν και να παντρευτούν
  4. ενεργώ ώστε κάποιος δικός μου άνθρωπος να βρει σύζυγο και να παντρευτεί
    Πάντρεψε την κόρη του μ' ένα καλό παιδί.
  5. (μεταφορικά) συνδυάζω δύο διαφορετικά στοιχεία σε ένα αρμονικό σύνολο
    Πάντρεψε τη μουσική του Χ με τη χορογραφία του Υ.
  6. (μεταφορικά) (ειρωνικό) σπάζω κάτι κατά λάθος
    Ωχ! Τα πάντρεψε τα ποτήρια!
  7. → δείτε και το παθητικό παντρεύομαι

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία