λάθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λάθος | τα | λάθη |
γενική | του | λάθους | των | λαθών |
αιτιατική | το | λάθος | τα | λάθη |
κλητική | λάθος | λάθη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάθος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λάθος < αρχαία ελληνική λανθάνω, θέμα λαθ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈla.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάθος ουδέτερο
- καθετί που αποκλίνει από τον κανόνα, κάτι που δε λέγεται ή που δε γίνεται σωστά
- τυπογραφικό λάθος, μαθαίνω από τα λάθη μου
- ατυχής επιλογή, πράξη, εκτίμηση μιας κατάστασης
- έκανα λάθος που τους πίστεψα
- καθετί που βρίσκεται σε απόσταση από την αλήθεια ή την πραγματικότητα
- απαντήστε με Σωστό ή Λάθος στην παρακάτω άσκηση
- η απόκλιση ανάμεσα στην πραγματική τιμή που προκύπτει από μια μαθηματική πράξη και στην τιμή που βρίσκει κάποιος από αυτήν
- "έχεις κάνει λάθος στη διαίρεση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- λάθη επί λαθών: αλλεπάλληλα λάθη, το ένα λάθος μετά από το άλλο
- κατά λάθος: χωρίς να υπάρχει πρόθεση
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λαθ-
λαθ-
θέμα -λαθ- |
θέμα λανθ- → δείτε τη λέξη λανθάνω |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ανορθογραφία (για λάθη ορθογραφίας)
- βαρβαρισμός (για λάθη γραμματικής)
- μαργαριτάρι
- λάθος εκ παραδρομής, γλωσσικό ολίσθημα, lapsus
- σαρδάμ (για μπέρδεμα προφοράς)
- σολοικισμός (για λάθη συντακτικού)
- γλώσσα λανθάνουσα
- υπερδιόρθωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία λάθος
Επίρρημα
επεξεργασίαλάθος
- (προφορικό) κατά μη ορθό, κανονικό τρόπο
- ⮡ Ααα, μάλλον λάθος σε κατάλαβα.
- ≈ συνώνυμα: λανθασμένα, εσφαλμένα
Σημειώσεις
επεξεργασία- η επιρρηματική χρήση θεωρείται από κάποιους εσφαλμένη, ωστόσο στο ΛΝΕΓ σημειώνεται απλώς ως καταχρηστική