ορθός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορθός | η | ορθή | το | ορθό |
γενική | του | ορθού | της | ορθής | του | ορθού |
αιτιατική | τον | ορθό | την | ορθή | το | ορθό |
κλητική | ορθέ | ορθή | ορθό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορθοί | οι | ορθές | τα | ορθά |
γενική | των | ορθών | των | ορθών | των | ορθών |
αιτιατική | τους | ορθούς | τις | ορθές | τα | ορθά |
κλητική | ορθοί | ορθές | ορθά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορθός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρθός, πρωτοϊνδοευρωπαϊκής προέλευσης
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θός
- ομόηχο: ορθώς
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ορθός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διορθώνω