Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοστασία οι ορθοστασίες
      γενική της ορθοστασίας των ορθοστασιών
    αιτιατική την ορθοστασία τις ορθοστασίες
     κλητική ορθοστασία ορθοστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοστασία < ορθο- + -στασία (ίσως (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orthostatisme[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.θo.staˈsi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοστασία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία