ορθοστασία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορθοστασία < ορθο- + -στασία (ίσως (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orthostatisme[1])
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.staˈsi.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ορθοστασία θηλυκό
Επεξεργασία
- ορθοστάτης
- ορθοστατικός
- → δείτε τις λέξεις ορθός και στάση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ορθοστασία
- ↑ «ορθοστασία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.