station
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
station | stations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstation (en)
- ο σταθμός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
station | stations |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstation (fr) θηλυκό
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstation (da)
- ο σταθμός
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstation (nl) ουδέτερο
- ο σταθμός
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstation (sv)
- ο σταθμός