ενικός         πληθυντικός  
station stations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (en)



      ενικός         πληθυντικός  
station stations

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (fr) θηλυκό

  1. ο σταθμός
  2. η στάση



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (da)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (nl) ουδέτερο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (sv)