Δείτε επίσης: ὄρθιος, ὄρθριος, όρθρος, ὄρθρος, ορθός, ὀρθός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο όρθιος η όρθια το όρθιο
      γενική του όρθιου της όρθιας του όρθιου
    αιτιατική τον όρθιο την όρθια το όρθιο
     κλητική όρθιε όρθια όρθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι όρθιοι οι όρθιες τα όρθια
      γενική των όρθιων των όρθιων των όρθιων
    αιτιατική τους όρθιους τις όρθιες τα όρθια
     κλητική όρθιοι όρθιες όρθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

όρθιος < αρχαία ελληνική ὄρθιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈoɾ.θi.os/

  Επίθετο επεξεργασία

όρθιος, -ια, -ιο

Στάσου όρθιος!

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία