Δείτε επίσης: ὄρθρος, όρθρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὄρθριος ὀρθρί τὸ ὄρθριον
      γενική τοῦ ὀρθρίου τῆς ὀρθρίᾱς τοῦ ὀρθρίου
      δοτική τῷ ὀρθρί τῇ ὀρθρί τῷ ὀρθρί
    αιτιατική τὸν ὄρθριον τὴν ὀρθρίᾱν τὸ ὄρθριον
     κλητική ! ὄρθριε ὀρθρί ὄρθριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὄρθριοι αἱ ὄρθριαι τὰ ὄρθρι
      γενική τῶν ὀρθρίων τῶν ὀρθρίων τῶν ὀρθρίων
      δοτική τοῖς ὀρθρίοις ταῖς ὀρθρίαις τοῖς ὀρθρίοις
    αιτιατική τοὺς ὀρθρίους τὰς ὀρθρίᾱς τὰ ὄρθρι
     κλητική ! ὄρθριοι ὄρθριαι ὄρθρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀρθρίω τὼ ὀρθρί τὼ ὀρθρίω
      γεν-δοτ τοῖν ὀρθρίοιν τοῖν ὀρθρίαιν τοῖν ὀρθρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄρθριος < ὄρθρ(ος) + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

ὄρθριος, -α, -ον

  1. που έχει σχέση με τον όρθρο, το πρωί, ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. πρωινός
  3. (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ) ὄρθριον: (επιρρηματικά) κατά το πρωί, πρωινιάτικα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία