ὄρθριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὄρθριος, -α, -ον
- που έχει σχέση με τον όρθρο, το πρωί, ή αναφέρεται σ’ αυτά
- πρωινός
- (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ) ὄρθριον: (επιρρηματικά) κατά το πρωί, πρωινιάτικα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ὄρθρος
Πηγές
επεξεργασία- ὄρθριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρθριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.