πρωί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωί | τα | πρωινά |
γενική | του | πρωιού(λογοτεχνία) & πρωινού |
των | πρωινών |
αιτιατική | το | πρωί | τα | πρωινά |
κλητική | πρωί | πρωινά | ||
Δανείζεται τύπους από το πρωινό. | ||||
όπως «πρωί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωί < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τὸ πρωΐ (ουδέτερο ουσιαστικό) < αρχαία ελληνική πρωΐ (επίρρημα)[1] → δείτε και τη λέξη πρῴ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐ί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωί ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- οι πρώτες ώρες της ημέρας μετά την ανατολή του ήλιου
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Θάλασσα του πρωιού, 1η στροφή (στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)
- Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
- Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
- λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
- ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
- Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
- ※ Κωνσταντίνος Καβάφης, Θάλασσα του πρωιού, 1η στροφή (στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού)
- οι ώρες πριν την ανατολή του ήλιου
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαεπίσης → δείτε τις λέξεις πρώην, πρώιμος και πρώτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωί
Επίρρημα
επεξεργασίαπρωί (χρονικό επίρρημα)
- κατά το πρωί, κατά τις πρωινές ώρες, νωρίς
- ⮡ τι μας ήρθες τόσο πρωί;
Εκφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πρωί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας