Δείτε επίσης: πρώϊμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρώιμος η πρώιμη το πρώιμο
      γενική του πρώιμου της πρώιμης του πρώιμου
    αιτιατική τον πρώιμο την πρώιμη το πρώιμο
     κλητική πρώιμε πρώιμη πρώιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρώιμοι οι πρώιμες τα πρώιμα
      γενική των πρώιμων των πρώιμων των πρώιμων
    αιτιατική τους πρώιμους τις πρώιμες τα πρώιμα
     κλητική πρώιμοι πρώιμες πρώιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρώιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρώϊμος < πρωΐ < πρώην

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.i.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρώ‐ι‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

πρώιμος, η, -ο

  1. που ανθίζει ή ωριμάζει νωρίς, πριν από τον συνηθισμένο χρόνο
    πρώιμος καρπός
  2. που είναι σε πρώτο στάδιο της εξέλιξής του
    πρώιμη Αναγέννηση
     αντώνυμα: ύστερος
  3. που παράγει, γεννά ή συντελείται πρόωρα
    πρώιμη επιτυχία
    πρώιμη εφηβεία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία