πρώιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρώιμος < αρχαία ελληνική πρώϊμος < πρωΐ < πρώην
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.i.mos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πρώιμος αρσενικό, πρώιμη θηλυκό, πρώιμο ουδέτερο
- που ανθίζει ή ωριμάζει νωρίς, πριν από τον συνηθισμένο χρόνο
- πρώιμος καρπός
- που είναι σε πρώτο στάδιο της εξέλιξής του
- που παράγει, γεννά ή συντελείται πρόωρα
- πρώιμη επιτυχία
- πρώιμη εφηβεία