Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.kɔs/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
précoce précoces

précoce (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πρώιμος
  2. πρόωρος

Συγγενικά

επεξεργασία