Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πάρωρος η πάρωρη το πάρωρο
      γενική του πάρωρου της πάρωρης του πάρωρου
    αιτιατική τον πάρωρο την πάρωρη το πάρωρο
     κλητική πάρωρε πάρωρη πάρωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πάρωροι οι πάρωρες τα πάρωρα
      γενική των πάρωρων των πάρωρων των πάρωρων
    αιτιατική τους πάρωρους τις πάρωρες τα πάρωρα
     κλητική πάρωροι πάρωρες πάρωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάρωρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πάρωρος [1] → δείτε  ὥρα

  Επίθετο επεξεργασία

πάρωρος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

επίσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πάρωρος τὸ πάρωρον
      γενική τοῦ/τῆς παρώρου τοῦ παρώρου
      δοτική τῷ/τῇ παρώρ τῷ παρώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πάρωρον τὸ πάρωρον
     κλητική ! πάρωρε πάρωρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πάρωροι τὰ πάρωρ
      γενική τῶν παρώρων τῶν παρώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς παρώροις τοῖς παρώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παρώρους τὰ πάρωρ
     κλητική ! πάρωροι πάρωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρώρω τὼ παρώρω
      γεν-δοτ τοῖν παρώροιν τοῖν παρώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάρωρος (ελληνιστική κοινή) < (παρά) πάρ- + αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πάρωρος, -ος, -ον

Σημειώσεις επεξεργασία

Δε σχετίζονται το παρώρεια, παρωρείτης

  Πηγές επεξεργασία