παράουρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράουρος < πάρωρος < αρχαία ελληνική πάρωρος < παρά + ὥρα
Επίθετο
επεξεργασίαπαράουρος, -η, -ο
- που δεν είναι ή δεν συμβαίνει στην κανονική του ώρα
- (κατ’ επέκταση) κακοφτιαγμένος άνθρωπος, μη κανονικός
- (μεταφορικά) καθυστερημένος, παλαβός, τρελός, βλάκας