άκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκαιρος | η | άκαιρη | το | άκαιρο |
γενική | του | άκαιρου | της | άκαιρης | του | άκαιρου |
αιτιατική | τον | άκαιρο | την | άκαιρη | το | άκαιρο |
κλητική | άκαιρε | άκαιρη | άκαιρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκαιροι | οι | άκαιρες | τα | άκαιρα |
γενική | των | άκαιρων | των | άκαιρων | των | άκαιρων |
αιτιατική | τους | άκαιρους | τις | άκαιρες | τα | άκαιρα |
κλητική | άκαιροι | άκαιρες | άκαιρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκαιρος < αρχαία ελληνική ἄκαιρος
Επίθετο
επεξεργασίαάκαιρος
- που γίνεται στη λάθος στιγμή, που δεν ταιριάζει στις επικρατούσες συνθήκες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άκαιρος