ταιριάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταιριάζω < μεσαιωνική ελληνική ταιριάζω < ταῖριν < *ἑταίρ-ιον, υποκοριστικό του αρχαίου ἑταῖρος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɛ.ˈɾʝia.zɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
ταιριάζω
- (μεταβατικό) συνδέω δύο πράγματα σε ζευγάρι
- (μεταβατικό) προσπαθώ να δημιουργήσω ένα αρμονικό συνδυασμό
- (αμετάβατο) είμαι σε συμφωνία ή σε αρμονία με κάποιον ή κάτι
- ※ Και τόσο ταίριαζαν ο ένας δίπλα στον άλλον που κανένας δε γυρνούσε να τους κοιτάξει παράξενα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
- ≈ συνώνυμα: εναρμονίζομαι, συναρμόζομαι, συνδυάζομαι
- (αμετάβατο) έχω το σχήμα που αντιστοιχεί σε κάτι
- (αμετάβατο) ζω αρμονικά με κάποιον
- (απρόσωπο) ταιριάζει : αρμόζει, πρέπει
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε : οι κοινωνικές σχέσεις και συναναστροφές εξαρτώνται από το πόσο καλά συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
- ταιριάζουν τα χνότα μας : έχουμε τις ίδιες συνήθειες, απόψεις κλπ.