Δείτε επίσης: ἁρμονία, Ἁρμονία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμονία οι αρμονίες
      γενική της αρμονίας των αρμονιών
    αιτιατική την αρμονία τις αρμονίες
     κλητική αρμονία αρμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρμονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμονία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω) → δείτε και τις λέξεις ἁρμόζω και ἀραρίσκω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾ.moˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μο‐νί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρμονία θηλυκό

  1. η συμμετρία στη σχέση των μερών ενός συνόλου με το σύνολο
     αντώνυμα: δυσαρμονία
    → και δείτε τον όρο χρυσή τομή
  2. (μουσική)
    1. το ταίριασμα των μουσικών φθόγγων (διαδοχικά σε μελωδία ή κάθετα σε συγχορδία) ώστε να παράγεται ευχάριστο άκουσμα
       αντώνυμα: δυσαρμονία, παραφωνία
    2. (ως τίτλος, με κεφαλαίο αρχικό) το μουσικό μάθημα για τις συγχορδίες και το σωστό χειρισμό τους
      ⮡  Άύριο έχω Αρμονία και πρέπει να λύσω μια άσκηση για τον μπάσο, και να εναρμονίσω μια μελωδία.
  3. (μεταφορικά) ομόνοια, σύμπνοια

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
αρμον- 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    ΣτΕ: το συνδέει με λέξη ἅρμων, -ονος (ως ανθρωπωνύμιο Ἅρμων)