Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναρμονισμένος η εναρμονισμένη το εναρμονισμένο
      γενική του εναρμονισμένου της εναρμονισμένης του εναρμονισμένου
    αιτιατική τον εναρμονισμένο την εναρμονισμένη το εναρμονισμένο
     κλητική εναρμονισμένε εναρμονισμένη εναρμονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναρμονισμένοι οι εναρμονισμένες τα εναρμονισμένα
      γενική των εναρμονισμένων των εναρμονισμένων των εναρμονισμένων
    αιτιατική τους εναρμονισμένους τις εναρμονισμένες τα εναρμονισμένα
     κλητική εναρμονισμένοι εναρμονισμένες εναρμονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναρμονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εναρμονίζω

  Μετοχή επεξεργασία

εναρμονισμένος, -η, -ο

  • που είναι ταιριαστός, αρμονικός σε σχέση με κάτι άλλο → δείτε τη λέξη εναρμονίζω