εναρμονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναρμονίζω < εναρμόνιος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική harmoniser)
Ρήμα
επεξεργασίαεναρμονίζω (παθητική φωνή: εναρμονίζομαι)
- κάνω κάτι να είναι αρμονικό και ταιριαστό σε σχέση με κάτι άλλο
- (μουσική) προσαρμόζω σε μουσική αρμονία κάποια μελωδία
Συγγενικά
επεξεργασία- εναρμόνιση
- εναρμονιστής
- εναρμονίστρια
- → δείτε τη λέξη αρμονία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εναρμονίζω | εναρμόνιζα | θα εναρμονίζω | να εναρμονίζω | εναρμονίζοντας | |
β' ενικ. | εναρμονίζεις | εναρμόνιζες | θα εναρμονίζεις | να εναρμονίζεις | εναρμόνιζε | |
γ' ενικ. | εναρμονίζει | εναρμόνιζε | θα εναρμονίζει | να εναρμονίζει | ||
α' πληθ. | εναρμονίζουμε | εναρμονίζαμε | θα εναρμονίζουμε | να εναρμονίζουμε | ||
β' πληθ. | εναρμονίζετε | εναρμονίζατε | θα εναρμονίζετε | να εναρμονίζετε | εναρμονίζετε | |
γ' πληθ. | εναρμονίζουν(ε) | εναρμόνιζαν εναρμονίζαν(ε) |
θα εναρμονίζουν(ε) | να εναρμονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εναρμόνισα | θα εναρμονίσω | να εναρμονίσω | εναρμονίσει | ||
β' ενικ. | εναρμόνισες | θα εναρμονίσεις | να εναρμονίσεις | εναρμόνισε | ||
γ' ενικ. | εναρμόνισε | θα εναρμονίσει | να εναρμονίσει | |||
α' πληθ. | εναρμονίσαμε | θα εναρμονίσουμε | να εναρμονίσουμε | |||
β' πληθ. | εναρμονίσατε | θα εναρμονίσετε | να εναρμονίσετε | εναρμονίστε | ||
γ' πληθ. | εναρμόνισαν εναρμονίσαν(ε) |
θα εναρμονίσουν(ε) | να εναρμονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εναρμονίσει | είχα εναρμονίσει | θα έχω εναρμονίσει | να έχω εναρμονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εναρμονίσει | είχες εναρμονίσει | θα έχεις εναρμονίσει | να έχεις εναρμονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εναρμονίσει | είχε εναρμονίσει | θα έχει εναρμονίσει | να έχει εναρμονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εναρμονίσει | είχαμε εναρμονίσει | θα έχουμε εναρμονίσει | να έχουμε εναρμονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εναρμονίσει | είχατε εναρμονίσει | θα έχετε εναρμονίσει | να έχετε εναρμονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εναρμονίσει | είχαν εναρμονίσει | θα έχουν εναρμονίσει | να έχουν εναρμονίσει |
|