πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εναρμόνιση οι εναρμονίσεις
      γενική της εναρμόνισης* των εναρμονίσεων
    αιτιατική την εναρμόνιση τις εναρμονίσεις
     κλητική εναρμόνιση εναρμονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναρμονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εναρμόνιση < εναρμονίζω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εναρμόνιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία