εναρμόνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναρμόνιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
εναρμόνιος αρσενικό ή θηλυκό
- (μουσική) που ακούγεται με τον ίδιο τρόπο αλλά γράφεται διαφορετικά
Συνώνυμα επεξεργασία
- δεν προτιμώνται: εναρμονικός αρσενικό, εναρμονική θηλυκό, εναρμονικό ουδέτερο
- δεν προτιμώνται: ενάρμονος αρσενικό ή θηλυκό, ενάρμονη θηλυκό, ενάρμονο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναρμόνιος