φθόγγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φθόγγος | οι | φθόγγοι |
γενική | του | φθόγγου | των | φθόγγων |
αιτιατική | τον | φθόγγο | τους | φθόγγους |
κλητική | φθόγγε | φθόγγοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φθόγγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθόγγος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφθόγγος αρσενικό
- ο ήχος της έναρθρης φωνής του ανθρώπου
- (γλωσσολογία) η ελάχιστη ηχητική μονάδα στην οποία μπορεί να αναλυθεί ένα ηχητικό γλωσσικό σημείο (λέξη)
- (μουσική) μουσικός ήχος
- (το αντίστοιχο γραφικό σύμβολο, δηλαδή το γράμμα της γλώσσας ή το φθογγόσημο, η νότα)
Συγγενικά
επεξεργασία
ρίζα φθεγ- |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φθόγγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθόγγος < φθέγγομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφθόγγος
- κάθε διακριτός ήχος, ιδιαίτερα αυτός που παράγεται από τον άνθρωπο
- γόων οὐκ ἀσήμονες φθόγγοι
- ήχος φυσικός
- φθόγγος οὔτ᾽ ὀρνίθων οὔτε θαλάσσης
- φωνή, κουβέντα
- λόγος
- φθόγγος ἔμμετρος (:ο ποιητικός λόγος)
- γλώσσα,λαλιά
- ※ μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον, Ἑλλάδος φθόγγον χέουσαν, ἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν (εκλιπαρώντας τούς θεούς να μην αφήσουν να πέσει στα χέρια των εχθρών η πόλη που "μιλάει τη γλώσσα την ελληνική")
- άρθρωση, συλλαβή
- ο ήχος της μουσικής, ο φθόγγος, η νότα
- λωτὸς φθόγγον κελάδει (ο αυλός έβγαζε γλυκό ήχο)
Πηγές
επεξεργασία- φθόγγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθόγγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.