φθέγγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθέγγομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθέγγομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfθeŋ.ɡo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φθέγ‐γο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαφθέγγομαι μόνο στον ενεστώτα (αποθετικό)
- (απαρχαιωμένο, αρχαιοπρεπές) προφέρω φθόγγους ομιλίας
- ⮡ Ο άνθρωπος φθέγγεται, τα ζώα βρυχώνται ή παράγουν ήχους, αλλά δεν φθέγγονται.
Μεταφράσεις
επεξεργασία φθέγγομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθέγγομαι < άγνωστης ετυμολογίας. Οι προτάσεις για σύνδεση με σλαβική ή ρωσική ή λιθουανική λέξη, δεν ευσταθούν. Θέμα με έρρινο πρόσφυμα -γγ- όπως σε λέξεις που δηλώνουν ήχο (κλαγγή, στριγγός). [1] Θέματα φθεγ- και με ετεροίωση φθογγ-
Ρήμα
επεξεργασίαφθέγγομαι (αποθετικό και μέσο, σπάνια παθητικό)
- αρθρώνω λόγο, βγάζω ήχο από το στόμα μου, λαλάω, ψελλίζω, βγάζω φωνή, βγάζω φθόγγο, όχι απαραιτήτως φράση, λέξη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 57 @greek-language.gr
- ἡ γυνή... ὄρνιθος τρόπον ἐδόκεέ σφι φθέγγεσθαι,... ἐπεὶ τέῳ ἂν τρόπῳ πελειάς γε ἀνθρωπηίῃ φωνῇ φθέγξαιτο
- <η ξένη γλώσσα> της γυναίκας τους φαινόταν σαν λαλιά πτηνού,.... γιατί πώς αλλιώς, θα μάθαινε να λαλάει σαν άνθρωπος το περιστέρι;
- ἡ γυνή... ὄρνιθος τρόπον ἐδόκεέ σφι φθέγγεσθαι,... ἐπεὶ τέῳ ἂν τρόπῳ πελειάς γε ἀνθρωπηίῃ φωνῇ φθέγξαιτο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις @greek-language.gr
- ὅτε ἐξ Ἐφέσου ὡρμᾶτο Κύρῳ συσταθησόμενος, αἰετὸν ἀνεμιμνῄσκετο ἑαυτῷ δεξιὸν φθεγγόμενον
- θυμόταν πως όταν πήγαινε να γνωρίσει τον Κύρο άκουσε στα δεξιά του έναν αετό να κρώζει)
- ὅτε ἐξ Ἐφέσου ὡρμᾶτο Κύρῳ συσταθησόμενος, αἰετὸν ἀνεμιμνῄσκετο ἑαυτῷ δεξιὸν φθεγγόμενον
- ⮡ οὐδ᾽ ἂν φθέγξασθαι δυνηθείη (κατάπιε τη γλώσσα του, δεν μπόρεσε να αρθρώσει ούτε κουβέντα, έμεινε άναρθρος)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 57 @greek-language.gr
- μιλώ ακατάληπτα, τσαμπουνάω, αρθρώνω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία @greek-language.gr
- ὡς γὰρ πράττοντές τε καὶ πράξεως ἕνεκα πάντας τοὺς λόγους ποιούμενοι λέγουσιν τετραγωνίζειν τε καὶ παρατείνειν καὶ προστιθέναι καὶ πάντα οὕτω φθεγγόμενοι,
- μιλάνε λες και κάνουν κάτι, σαν όλες οι λέξεις τους να έχουν σκοπό τη δράση,, ενώ μιλάνε για τετραγωνισμό και εφαρμογές και προσθέσεις και όλο τέτοια λένε
- ὡς γὰρ πράττοντές τε καὶ πράξεως ἕνεκα πάντας τοὺς λόγους ποιούμενοι λέγουσιν τετραγωνίζειν τε καὶ παρατείνειν καὶ προστιθέναι καὶ πάντα οὕτω φθεγγόμενοι,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία @greek-language.gr
- παράγω ήχο δυνατό
- ⮡ βροντὴ δεξιὰ ἐφθέγξατο (ακούστηκε μπουμπουνητό από τα δεξιά, από τα δεξιά ερχόταν ήχος βροντής) (Ξενοφῶν)
- φωνάζω, κραυγάζω
- ονομάζω
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φθεγ-
φθεγ-
με φθεγμ- → δείτε τη λέξη φθέγμα
με φθογγ- → δείτε τη λέξη φθόγγος
με φθεγ- φθεγγ- φθεγκ-
- ἀφθεγγής
- ἀφθεγκτέω
- ἀφθεγκτί
- ἄφθεγκτος
- ἀγάφθεγκτος
- ἀνάφθεγξις
- ἀναφθέγγομαι
- ἀντιφθέγγομαι
- ἀντιπροσφθέγγομαι
- ἀποφθέγγομαι
- ἀποφθεγκτήριον
- ἀπόφθεγκτος
- βαρυφθέγκτας
- βαρυφθέγκτης
- διαφθέγγομαι
- δύσφθεγκτος
- ἐκφθέγγομαι
- ἐμφθέγγομαι
- ἐπίφθεγξις
- ἐπιφθέγγομαι
- ἐπιπροσφθέγγομαι
- εὐπροσφθέγκτοις
- φθέγξις
- φθεγγώδης
- φθεγκτικός
- φθεγκτός
- καταφθέγγω
- παραφθέγγομαι
- παραφθεγκτήρια
- περιφθέγγομαι
- πολυφθεγγής
- προαναφθέγγομαι
- προαποφθέγγομαι
- πρόφθεγξις
- προσαναφθέγγομαι
- προσεπιφθέγγομαι
- προσφθέγγομαι
- προσφθεγκτήριος
- προσφθεγκτός
- θεόφθεγκτος
- συμφθέγγομαι
- συναναφθέγγομαι
- συνεπιφθέγγομαι
- ὑπερφθέγγομαι
- ὑποφθέγγομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φθέγγομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθέγγομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.