κρώζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρώζω < αρχαία ελληνική κρώζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾo.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρώ‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
κρώζω
- (για ζώα) λαλώ, βγάζω κραυγή, βγάζω φωνή
- ※ Ἐπὶ λαφύρων Περσικῶν / κοράκων σμῆνος κρώζει / κι' ὁ Κλεῖτος εἰς τὸν Γρανικὸν / τὸν Βασιλέα τῶν νικῶν, / τὸν Μακεδόνα σώζει. (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Δ΄)
- (για άνθρωπο) φωνάζω διαπεραστικά και εκνευριστικά, κάνω σαν όρνιο, σαν κοράκι, δεν μιλάω σαν άνθρωπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρώζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρώζω < ηχοποιητικό, από το κρα του κορακιού
Ρήμα επεξεργασία
κρώζω
- βγάζω φωνή (για πουλιά που δεν κεαληδούν)
- μή τοι ἐφεζομένη κρώξῃ λακέρυζα κορώνη.