Δείτε επίσης: λαλῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
λαλώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλῶ, συνηρημένος τύπος του λαλέω < πιθανόν, ηχομιμητική λέξη πρωτοϊνδοευρωπαϊκής αρχής - περισσότερα στο λαλέω

λαλώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε το ετυμολογικό πεδίο στο λαλάω

Μεταφράσεις

επεξεργασία