ηχομιμητικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ηχομιμητικός < ηχο- + μιμητικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική lautnachahmend
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ηχομιμητικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη μίμηση ορισμένων ήχων
- (γλωσσολογία) για λέξεις που δημιουργούνται με ονοματοποιία
- Η λέξη γαβ είναι ηχομιμητική
- (γλωσσολογία) για λέξεις που δημιουργούνται με ονοματοποιία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ηχομιμητικός