μιμητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μιμητικός < ελληνιστική κοινή μιμητικός < αρχαία ελληνική μιμέομαι
Επίθετο
επεξεργασία
μιμητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μιμητικός
|