λαλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαλάω < λαλ(ώ) + νεότερη κατάληξη -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλῶ, συνηρημένος τύπος του λαλέω < πιθανόν, ηχομιμητική λέξη πρωτοϊνδοευρωπαϊκής αρχής - περισσότερα στο λαλέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαλαλάω, -είς.../λαλώ, πρτ.: λαλούσα/λάλαγα, αόρ.: λάλησα, παθ.φωνή: λαλιέμαι/λαλούμαι, π.αόρ.: λαλήθηκα, μτχ.π.π.: λαλημένος
- (για άνθρωπο) μιλάω
- ⮡ Δε μιλάει, δε λαλάει...
- (για ζώο) κραυγάζω με χαρακτηριστική τρόπο
- (για πουλί) κελαηδάω ή κράζω
- (προφορικό, ιδιωματισμός, ιδίως στον τύπο λαλάω) αδυνατώ να κάνω οτιδήποτε
- ⮡ Έχω λαλήσει από την κούραση. (είμαι εξοντωμένος)
- (προφορικό, ιδιωματισμός, ιδίως στον τύπο λαλάω) τα χάνω, τρελαίνομαι
- ⮡ Μην τον ακούς, έχει λαλήσει ο άνθρωπος.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λαλ-
λαλ-
και
- αδιαλάλητα (επίρρημα)
- αδιαλάλητος
- αηδονολαλήτρα
- άλαλα (επίρρημα)
- άλαλος
- αλάλητα (επίρρημα)
- αλαλητό
- αλάλητος
- αλαλητός
- αλαλία
- αλαλιά
- αλαλιάζω, αλαλιάζομαι & συγγενικά
- άλαλος
- ανεκλάλητος
- αντιλαλιά
- αντίλαλος
- αντιλαλώ
- αφωνάλαλος
- βραχνόλαλα (επίρρημα)
- βροντόλαλα (επίρρημα)
- γαστριλαλικός
- γαστρίλαλος
- γλυκόλαλα (επίρρημα)
- γλυκολαλάω / γλυκολαλώ
- γλυκολάλητος
- γλυκολαλούσα
- διαλαλώ, διαλαλούμαι & συγγενικά
- θεολαλούσα
- καταλαλητής
- καταλαλητό
- καταλαλιά
- κατάλαλος
- καταλαλώ
- κουφάλαλος
- κωφάλαλος
- λαλιά & σύνθετα
- λάλημα & σύνθετα
- λαλημένος
- λαλητής
- λαλητό
- λαλήτρα
- λαλίστατος
- λαλίστρα
- λαλιτζής
- λαλίτσα
- λάλος & σύνθετα
- λαλούμενος
- ξαναλαλώ
- παραλαλητό
- παραλαλικός
- παραλαλώ
- περιλάλητος
- περιλαλώ
- πολυλαλώ
- προλαλήσας, προλαλήσασα, προλαλήσαν
- προσλαλώ
- πρωτολαλώ
- σιγολαλώ
- συλλαλιά
- συλλαλητήριο
- συλλαλώ
- πιθανόν, για εκδοχή ετυμολογίας: πηλαλάω/πηλαλώ, πιλαλώ & συγγενικά
- Ρήματα με -λαλώ, Λέξεις με -λαλία, -λαλιά, -λάλητος, -λαλος, -λαλούσα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαλάω - λαλώ | λαλούσα - λάλαγα | θα λαλάω - λαλώ | να λαλάω - λαλώ | λαλώντας | |
β' ενικ. | λαλάς - λαλείς | λαλούσες - λάλαγες | θα λαλάς - λαλείς | να λαλάς - λαλείς | λάλα - λάλαγε | |
γ' ενικ. | λαλάει - λαλά - λαλεί | λαλούσε - λάλαγε | θα λαλάει - λαλά - λαλεί | να λαλάει - λαλά - λαλεί | ||
α' πληθ. | λαλάμε - λαλούμε | λαλούσαμε - λαλάγαμε | θα λαλάμε - λαλούμε | να λαλάμε - λαλούμε | ||
β' πληθ. | λαλάτε - λαλείτε | λαλούσατε - λαλάγατε | θα λαλάτε - λαλείτε | να λαλάτε - λαλείτε | λαλάτε - λαλείτε | |
γ' πληθ. | λαλάν(ε) - λαλούν(ε) | λαλούσαν(ε) - λάλαγαν - λαλάγανε | θα λαλάν(ε) - λαλούν(ε) | να λαλάν(ε) - λαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάλησα | θα λαλήσω | να λαλήσω | λαλήσει | ||
β' ενικ. | λάλησες | θα λαλήσεις | να λαλήσεις | λάλα - λάλησε | ||
γ' ενικ. | λάλησε | θα λαλήσει | να λαλήσει | |||
α' πληθ. | λαλήσαμε | θα λαλήσουμε | να λαλήσουμε | |||
β' πληθ. | λαλήσατε | θα λαλήσετε | να λαλήσετε | λαλήστε | ||
γ' πληθ. | λάλησαν λαλήσαν(ε) |
θα λαλήσουν(ε) | να λαλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαλήσει | είχα λαλήσει | θα έχω λαλήσει | να έχω λαλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαλήσει | είχες λαλήσει | θα έχεις λαλήσει | να έχεις λαλήσει | έχε λαλημένο | |
γ' ενικ. | έχει λαλήσει | είχε λαλήσει | θα έχει λαλήσει | να έχει λαλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαλήσει | είχαμε λαλήσει | θα έχουμε λαλήσει | να έχουμε λαλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαλήσει | είχατε λαλήσει | θα έχετε λαλήσει | να έχετε λαλήσει | έχετε λαλημένο | |
γ' πληθ. | έχουν λαλήσει | είχαν λαλήσει | θα έχουν λαλήσει | να έχουν λαλήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λαλημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λαλημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λαλημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λαλημένο |