αλάλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλάλητος | η | αλάλητη | το | αλάλητο |
γενική | του | αλάλητου | της | αλάλητης | του | αλάλητου |
αιτιατική | τον | αλάλητο | την | αλάλητη | το | αλάλητο |
κλητική | αλάλητε | αλάλητη | αλάλητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλάλητοι | οι | αλάλητες | τα | αλάλητα |
γενική | των | αλάλητων | των | αλάλητων | των | αλάλητων |
αιτιατική | τους | αλάλητους | τις | αλάλητες | τα | αλάλητα |
κλητική | αλάλητοι | αλάλητες | αλάλητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλάλητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααλάλητος, -η, -ο
- που δεν έχει λαλήσει, που δεν έχει πει τίποτα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλάλητος
|