Ετυμολογία

επεξεργασία
αλάλητα < αλάλητος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αλάλητα

  • χωρίς να μιλάμε, χωρίς να βγάλουμε λαλιά (χρησιμποιείται συχνότερα το βουβά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αλάλητα