βουβά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαβουβά < βουβός
Επίρρημα
επεξεργασίαβουβά
- με βουβό τρόπο, χωρίς λόγια, χωρίς ήχο
- το πλήθος παρακολουθούσε βουβά το θέαμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουβά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβουβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βουβό