Δείτε επίσης: Βουβός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουβός η βουβή το βουβό
      γενική του βουβού της βουβής του βουβού
    αιτιατική τον βουβό τη βουβή το βουβό
     κλητική βουβέ βουβή βουβό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουβοί οι βουβές τα βουβά
      γενική των βουβών των βουβών των βουβών
    αιτιατική τους βουβούς τις βουβές τα βουβά
     κλητική βουβοί βουβές βουβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουβός < (ελληνιστική κοινή) βωβός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vuˈvos/

  Επίθετο

επεξεργασία

βουβός

  1. που δεν μπορεί να μιλήσει
     συνώνυμα: μουγκός
  2. που δεν μιλάει σε μια συγκεκριμένη στιγμή
     συνώνυμα: άφωνος, άλαλος, σιωπηλός
  3. που δεν περιέχει ομιλίες ή άλλους ήχους
    βουβός κινηματογράφος
  4. που δεν παράγει κάποιο ήχο
    συχνά η σοφία είναι βουβή, λες και δεν έχει χείλια, μα η μωρία ακούγεται εδώ και δέκα μίλια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία