βουβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βουβός | η | βουβή | το | βουβό |
γενική | του | βουβού | της | βουβής | του | βουβού |
αιτιατική | τον | βουβό | τη | βουβή | το | βουβό |
κλητική | βουβέ | βουβή | βουβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βουβοί | οι | βουβές | τα | βουβά |
γενική | των | βουβών | των | βουβών | των | βουβών |
αιτιατική | τους | βουβούς | τις | βουβές | τα | βουβά |
κλητική | βουβοί | βουβές | βουβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουβός < (ελληνιστική κοινή) βωβός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβουβός
- που δεν μπορεί να μιλήσει
- που δεν μιλάει σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- που δεν περιέχει ομιλίες ή άλλους ήχους
- βουβός κινηματογράφος
- που δεν παράγει κάποιο ήχο
- συχνά η σοφία είναι βουβή, λες και δεν έχει χείλια, μα η μωρία ακούγεται εδώ και δέκα μίλια