βουβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβουβαίνω, πρτ.: βούβαινα, στ.μέλλ.: θα βουβάνω, αόρ.: βούβανα, παθ.φωνή: βουβαίνομαι, μτχ.π.π.: βουβαμένος
- στερώ από κάποιον την ικανότητα της ομιλίας, τον κάνω βουβό
- ※ Η απελπισία τη βούβανε τότε, ούτε φωνή έβγαλε, ούτε δάκρυ. (Πηνελόπη Δέλτα (1921) Το γραφτό [διήγημα])
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουβαίνω | βούβαινα | θα βουβαίνω | να βουβαίνω | βουβαίνοντας | |
β' ενικ. | βουβαίνεις | βούβαινες | θα βουβαίνεις | να βουβαίνεις | βούβαινε | |
γ' ενικ. | βουβαίνει | βούβαινε | θα βουβαίνει | να βουβαίνει | ||
α' πληθ. | βουβαίνουμε | βουβαίναμε | θα βουβαίνουμε | να βουβαίνουμε | ||
β' πληθ. | βουβαίνετε | βουβαίνατε | θα βουβαίνετε | να βουβαίνετε | βουβαίνετε | |
γ' πληθ. | βουβαίνουν(ε) | βούβαιναν βουβαίναν(ε) |
θα βουβαίνουν(ε) | να βουβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βούβανα | θα βουβάνω | να βουβάνω | βουβάνει | ||
β' ενικ. | βούβανες | θα βουβάνεις | να βουβάνεις | βούβανε | ||
γ' ενικ. | βούβανε | θα βουβάνει | να βουβάνει | |||
α' πληθ. | βουβάναμε | θα βουβάνουμε | να βουβάνουμε | |||
β' πληθ. | βουβάνατε | θα βουβάνετε | να βουβάνετε | βουβάνετε | ||
γ' πληθ. | βούβαναν βουβάναν(ε) |
θα βουβάνουν(ε) | να βουβάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουβάνει | είχα βουβάνει | θα έχω βουβάνει | να έχω βουβάνει | ||
β' ενικ. | έχεις βουβάνει | είχες βουβάνει | θα έχεις βουβάνει | να έχεις βουβάνει | ||
γ' ενικ. | έχει βουβάνει | είχε βουβάνει | θα έχει βουβάνει | να έχει βουβάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουβάνει | είχαμε βουβάνει | θα έχουμε βουβάνει | να έχουμε βουβάνει | ||
β' πληθ. | έχετε βουβάνει | είχατε βουβάνει | θα έχετε βουβάνει | να έχετε βουβάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν βουβάνει | είχαν βουβάνει | θα έχουν βουβάνει | να έχουν βουβάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουβαίνω