Ετυμολογία

επεξεργασία
βουβαίνω < βουβός + -αίνω

βουβαίνω, πρτ.: βούβαινα, στ.μέλλ.: θα βουβάνω, αόρ.: βούβανα, παθ.φωνή: βουβαίνομαι, μτχ.π.π.: βουβαμένος

  • στερώ από κάποιον την ικανότητα της ομιλίας, τον κάνω βουβό
    ※  Η απελπισία τη βούβανε τότε, ούτε φωνή έβγαλε, ούτε δάκρυ. (Πηνελόπη Δέλτα (1921) Το γραφτό [διήγημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία