Ετυμολογία

επεξεργασία
βουβαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος βουβαίνω

βουβαίνομαι, πρτ.: βουβαινόμουν, στ.μέλλ.: θα βουβαθώ, αόρ.: βουβάθηκα, μτχ.π.π.: βουβαμένος

  1. χάνω την ικανότητα της ομιλίας, γίνομαι βουβός
  2. σωπαίνω, παύω να μιλώ, πχ από αμηχανία, συγκίνηση κ.λπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία