muet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- muet < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | muet | muets |
θηλυκό | muette | muettes |
muet (fr)
- βουβός
- (γλωσσολογία) άφωνος, που δεν προφέρεται
- αμίλητος