αμίλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμίλητος | η | αμίλητη | το | αμίλητο |
γενική | του | αμίλητου | της | αμίλητης | του | αμίλητου |
αιτιατική | τον | αμίλητο | την | αμίλητη | το | αμίλητο |
κλητική | αμίλητε | αμίλητη | αμίλητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμίλητοι | οι | αμίλητες | τα | αμίλητα |
γενική | των | αμίλητων | των | αμίλητων | των | αμίλητων |
αιτιατική | τους | αμίλητους | τις | αμίλητες | τα | αμίλητα |
κλητική | αμίλητοι | αμίλητες | αμίλητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμίλητος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμίλητος
Επίθετο
επεξεργασίααμίλητος,η,ο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ήπιε το αμίλητο νερό (για άτομο που μένει σιωπηλό ενώ θα έπρεπε να μιλά, να απαντά, να απολογείται, ή για κάποιον που μένει σιωπηλός για αφύσικα παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Η φράση ανάγεται στο έθιμο της μεταφοράς νερού σιωπηρά στη γιορτή του Κλήδονα)
- ※ Τ' αμίλητο νερό έχει πιει ετούτη ή μας παριστάνει την ακατάδεχτη; (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])