μιλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιλάω < μιλ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μιλῶ, ὁμιλῶ < ελληνιστική κοινή ὁμιλέω, -ῶ, αρχαία σημασία: συναναστρέφομαι.[1] Δείτε και ὅμιλος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμιλάω/μιλώ, πρτ.: μιλούσα/μίλαγα, στ.μέλλ.: θα μιλήσω, αόρ.: μίλησα, παθ.φωνή: μιλιέμαι, π.αόρ.: μιλήθηκα, μτχ.π.π.: μιλημένος
- βγάζω φωνή από το στόμα, με σκοπό συνήθως την επικοινωνία με άλλους ανθρώπους
- επικοινωνώ με κάποιον
- Σου μιλάω, δε μ' ακούς;
- Πάνε είκοσι λεπτά που μιλάνε στο τηλέφωνο.
- ξέρω να χειρίζομαι μια άλλη γλώσσα
- Μιλάτε γαλλικά;
- εκφράζω τη γνώμη μου
- Μιλάει, μιλάει, αλλά δεν κάνει τίποτα.
- εκφωνώ έναν λόγο μπροστά σε κοινό
- διατηρώ καλές σχέσεις με κάποιον
- Πάνε πέντε χρόνια που δε μιλάνε.
- αποκαλύπτω κάτι
- Απειλεί να μιλήσει εάν δεν τον υποστηρίξουν.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ομιλώ (επίσημο, καθαρεύουσα)
Εκφράσεις
επεξεργασία- δε μιλιέμαι: δεν έχω καμία διάθεση για συζητήσεις
- μιλημένος
- μιλάω/μιλώ για... : αναφέρω, εκφράζω κάποιο μήνυμα
- Μέσα στο άρθρο του, ο συγγραφέας μιλάει για τα προβλήματα της ανεργίας.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αγριομιλάω, αγριομιλώ
- αντιμιλάω, αντιμιλώ
- κρυφομιλάω, κρυφομιλώ
- ξαναμιλάω, ξαναμιλώ
- παραμιλάω, παραμιλώ
- πολυμιλάω, πολυμιλώ
- → και δείτε τη λέξη ομιλώ, συνομιλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μιλάω - μιλώ | μιλούσα - μίλαγα | θα μιλάω - μιλώ | να μιλάω - μιλώ | μιλώντας | |
β' ενικ. | μιλάς - μιλείς | μιλούσες - μίλαγες | θα μιλάς - μιλείς | να μιλάς - μιλείς | μίλα - μίλαγε | |
γ' ενικ. | μιλάει - μιλά - μιλεί | μιλούσε - μίλαγε | θα μιλάει - μιλά - μιλεί | να μιλάει - μιλά - μιλεί | ||
α' πληθ. | μιλάμε - μιλούμε | μιλούσαμε - μιλάγαμε | θα μιλάμε - μιλούμε | να μιλάμε - μιλούμε | ||
β' πληθ. | μιλάτε - μιλείτε | μιλούσατε - μιλάγατε | θα μιλάτε - μιλείτε | να μιλάτε - μιλείτε | μιλάτε - μιλείτε | |
γ' πληθ. | μιλάν(ε) - μιλούν(ε) | μιλούσαν(ε) - μίλαγαν - μιλάγανε | θα μιλάν(ε) - μιλούν(ε) | να μιλάν(ε) - μιλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μίλησα | θα μιλήσω | να μιλήσω | μιλήσει | ||
β' ενικ. | μίλησες | θα μιλήσεις | να μιλήσεις | μίλα - μίλησε | ||
γ' ενικ. | μίλησε | θα μιλήσει | να μιλήσει | |||
α' πληθ. | μιλήσαμε | θα μιλήσουμε | να μιλήσουμε | |||
β' πληθ. | μιλήσατε | θα μιλήσετε | να μιλήσετε | μιλήστε | ||
γ' πληθ. | μίλησαν μιλήσαν(ε) |
θα μιλήσουν(ε) | να μιλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μιλήσει | είχα μιλήσει | θα έχω μιλήσει | να έχω μιλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μιλήσει | είχες μιλήσει | θα έχεις μιλήσει | να έχεις μιλήσει | έχε μιλημένο | |
γ' ενικ. | έχει μιλήσει | είχε μιλήσει | θα έχει μιλήσει | να έχει μιλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μιλήσει | είχαμε μιλήσει | θα έχουμε μιλήσει | να έχουμε μιλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μιλήσει | είχατε μιλήσει | θα έχετε μιλήσει | να έχετε μιλήσει | έχετε μιλημένο | |
γ' πληθ. | έχουν μιλήσει | είχαν μιλήσει | θα έχουν μιλήσει | να έχουν μιλήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μιλημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μιλημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μιλημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μιλημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μιλιέμαι | μιλιόμουν(α) | θα μιλιέμαι | να μιλιέμαι | ||
β' ενικ. | μιλιέσαι | μιλιόσουν(α) | θα μιλιέσαι | να μιλιέσαι | ||
γ' ενικ. | μιλιέται | μιλιόταν(ε) | θα μιλιέται | να μιλιέται | ||
α' πληθ. | μιλιόμαστε | μιλιόμαστε μιλιόμασταν |
θα μιλιόμαστε | να μιλιόμαστε | ||
β' πληθ. | μιλιέστε | μιλιόσαστε μιλιόσασταν |
θα μιλιέστε | να μιλιέστε | μιλιέστε | |
γ' πληθ. | μιλιούνται | μιλιόνταν(ε) μιλιούνταν μιλιόντουσαν |
θα μιλιούνται | να μιλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μιλήθηκα | θα μιληθώ | να μιληθώ | μιληθεί | ||
β' ενικ. | μιλήθηκες | θα μιληθείς | να μιληθείς | μιλήσου | ||
γ' ενικ. | μιλήθηκε | θα μιληθεί | να μιληθεί | |||
α' πληθ. | μιληθήκαμε | θα μιληθούμε | να μιληθούμε | |||
β' πληθ. | μιληθήκατε | θα μιληθείτε | να μιληθείτε | μιληθείτε | ||
γ' πληθ. | μιλήθηκαν μιληθήκαν(ε) |
θα μιληθούν(ε) | να μιληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μιληθεί | είχα μιληθεί | θα έχω μιληθεί | να έχω μιληθεί | μιλημένος | |
β' ενικ. | έχεις μιληθεί | είχες μιληθεί | θα έχεις μιληθεί | να έχεις μιληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μιληθεί | είχε μιληθεί | θα έχει μιληθεί | να έχει μιληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μιληθεί | είχαμε μιληθεί | θα έχουμε μιληθεί | να έχουμε μιληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μιληθεί | είχατε μιληθεί | θα έχετε μιληθεί | να έχετε μιληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μιληθεί | είχαν μιληθεί | θα έχουν μιληθεί | να έχουν μιληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μιλάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μιλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας