αναφέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφέρω < ἀναφέρω
Ρήμα
επεξεργασίααναφέρω, πρτ.: ανέφερα, στ.μέλλ.: θα αναφέρω, αόρ.: ανέφερα, παθ.φωνή: αναφέρομαι
- μιλώ για κάτι, κάνω μια αναφορά σε κάτι
- ο ομιλητής ανέφερε ότι οι προοπτικές για το νέο προϊόν διαγράφονται αισιόδοξες
- μιλώ για κάτι χωρίς να δίνω πολλές λεπτομέρειες
- απλώς το ανέφερε σε μια κουβέντα ότι έχει κάποια οικογενειακά προβλήματα, δεν μας είπε κάτι παραπάνω
- κάνω κάτι γνωστό, ανακοινώνω
- ο δημοσιογράφος ανέφερε ότι γίνονται συγκρούσεις έξω από την πολιορκημένη πόλη
- ανακοινώνω γραπτά ή προφορικά κάτι σε ανώτερό μου σχετικά με εργασία, υπηρεσία ή ευθύνη που έχω αναλάβει
- ο αστυνομικός πήγε να αναφέρει στο διοικητή του αστυνομικού τμήματος για το περιστατικό
- ο αστυνομικός πήγε να αναφέρει το περιστατικό στο διοικητή του αστυνομικού τμήματος
- κάνω σε κάποιον (εναντίον κάποιου) αναφορά, γνωστοποιώ μια επιλήψιμη πράξη του σε ανώτερους
- θα σε αναφέρω στο διοικητή, αν δεν εκτελέσεις τη διαταγή
- θα αναφέρω την απειθαρχία σου στο διοικητή
- συνυπολογίζω, προσμετρώ κάτι σε ένα σύνολο
- οι δυσκολίες για την κυβέρνηση είναι ήδη πολύ μεγάλες, και χωρίς να αναφέρουμε τη λαϊκή δυσαρέσκεια