mention
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mention | mentions |
mention (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mention |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mentions |
αόριστος | mentioned |
παθητική μετοχή | mentioned |
ενεργητική μετοχή | mentioning |
mention (en)
- αναφέρω, θίγω εν συντομία, μνημονεύω, γράφω ή μιλάω για κάτι ή κάποιον, ειδικά χωρίς να δίνω πολλές λεπτομέρειες
Πηγές
επεξεργασία- mention (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- mention (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 60. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναφέρω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmention (fr) θηλυκό
- η αναφορά
- η μνεία, η διάκριση
- Il a eu son bac avec mention: : πήρε το baccalauréat με καλή μνεία
- (στη Γαλλία, AB - Assez Bien, B - Bien, TB - Très Bien)