mention
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mention (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
mention (en)
- θίγω εν συντομία
- αναφέρω
- αναγνωρίζω, τιμώ
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mention (fr) θηλυκό
- αναφορά
- μνεία, διάκριση
- Il a eu son bac avec mention: : πήρε το baccalauréat με καλή μνεία
- (στη Γαλλία, AB - Assez Bien, B - Bien, TB - Très Bien)