touch on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | touch on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | touches on |
αόριστος | touched on |
παθητική μετοχή | touched on |
ενεργητική μετοχή | touching on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtouch on (en)
- αναφέρω με λίγα λόγια, αναφέρω ακροθιγώς, μιλάω για ένα θέμα με λίγες μόνο λέξεις, χωρίς πολλές λεπτομέρειες
- ⮡ At the beginning, he touched on the topic of new taxes.
- Στην αρχή ανάφερε με λίγα λόγια το θέμα των νέων φόρων.
- ⮡ At the beginning, the matter of new taxes was touched on.
- Στην αρχή αναφέρθηκε ακροθιγώς στο θέμα των νέων φόρων.
- ⮡ At the beginning, he touched on the topic of new taxes.
Πηγές
επεξεργασία- touch on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 60. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναφέρω