Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας touch on
γ΄ ενικό ενεστώτα touches on
αόριστος touched on
παθητική μετοχή touched on
ενεργητική μετοχή touching on

  Ετυμολογία επεξεργασία

touch on < → δείτε τις λέξεις touch και on

  Ρήμα επεξεργασία

touch on (en)

  • αναφέρω με λίγα λόγια, αναφέρω ακροθιγώς, μιλάω για ένα θέμα με λίγες μόνο λέξεις, χωρίς πολλές λεπτομέρειες
    At the beginning, he touched on the topic of new taxes.
    Στην αρχή ανάφερε με λίγα λόγια το θέμα των νέων φόρων.
    At the beginning, the matter of new taxes was touched on.
    Στην αρχή αναφέρθηκε ακροθιγώς στο θέμα των νέων φόρων.

  Πηγές επεξεργασία