on
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
on (en)
- πάνω (στο)
- πάνω, καταπάνω, κατ' επάνω, εναντίον
- πάνω, κατά τη διάρκεια μιας δραστηριότητας
- πάνω σε, αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
- (λαϊκότροπο) έχω ή κρατώ πάνω μου, κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
- ↪ Do you have a phone on you?
- Έχεις κινητό πάνω σου;
- ↪ Do you keep money on you?
- Κρατάς πάνω σου λεφτά;
- ↪ Do you have a phone on you?
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Κατηγορία:Phrasal verbs με το on (αγγλικά)
- Λήμματα με τον όρο 'on' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω
Αζεριανά (az)Επεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
on (az)
Βασκικά (eu)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
on (eu)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
on (fr)
- (προσωπική αντωνυμία) γ' ενικού προσώπου
Καταλανικά (ca)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
on (ca)
- πού;
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
on (pl) αρσενικό
Σερβικά (sr)Επεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
on (sr)
- λατινική γραφή του он
Σερβοκροατικά (sh)Επεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
on (sh)
Τουρκικά (tr)Επεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
on (tr)
Επεξεργασία
Τουρκμενικά (tk)Επεξεργασία
ΑριθμητικόΕπεξεργασία
on
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
on (cs)
Φινλανδικά (fi)Επεξεργασία
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
on (fi)