Δείτε επίσης: Μέσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐σα

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μέσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέσα με αποβολή της κατάληξης -α και συμπροφορά με [a] που ακολουθεί όπως μέσα από > μέσ' από < αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μέσος[1][2]
Επίσης, ως επίθετο και ουσιαστικοποιημένο.

  Επίρρημα

επεξεργασία

μέσα

  1. στο εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου
    ⮡  Όταν ήμουν μέσα στο αεροπλάνο, η κλειστοφοβία μου ήταν έντονη.
  2. με κατεύθυνση το εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου
    ⮡  Βάλε τις αποσκευές μέσα στο αυτοκίνητο!
  3. σε κάποια κατάσταση
    ⮡  Έζησε μέσα τις κακουχίες.
  4. σε κάποια χρονικά όρια
    ⮡  Θέλω να παραδώσω την εργασία μέσα σε ένα μήνα.
  5. σε κάποια χρονική στιγμή
    ⮡  Θα κάνω διακοπές μέσα στον επόμενο μήνα.
  6. δηλώνοντας συμμετοχή
    ⮡  είναι μέσα στην ομάδα μας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέσα  τα μέσα 
      γενική του μέσα  των μέσα 
    αιτιατική το μέσα  τα μέσα 
     κλητική μέσα  μέσα 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

μέσα ουδέτερο άκλιτο

  1. (μεταφορικά) τα σωθικά
  2. αυτό που βρίσκεται μέσα, στο εσωτερικό

  Επίθετο

επεξεργασία

μέσα άκλιτο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
μέσα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μέσα

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

μέσα ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μέσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μέσαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
μέσα: επιρρηματική χρήση του ουδέτερου πληθυντικού του αρχαίου μέσος[1]

  Επίρρημα

επεξεργασία

μέσα

  • όπως στο νεοελληνικό μέσα

(Χρειάζεται ανάπτυξη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.