μέσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέσα < αιτιατική πληθυντικού, ουδετέρου γένους του επιθέτου μέσος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
μέσα
- στο εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου
- όταν ήμουν μέσα στο αεροπλάνο, η κλειστοφοβία μου ήταν έντονη
- με κατεύθυνση το εσωτερικό κάποιου χώρου ή αντικειμένου
- βάλε τις αποσκευές μέσα στο αυτοκίνητο
- σε κάποια κατάσταση
- έζησε μέσα τις κακουχίες
- σε κάποια χρονικά όρια
- θέλω να παραδώσω την εργασία μέσα σε ένα μήνα
- σε κάποια χρονική στιγμή
- θα κάνω διακοπές μέσα στον επόμενο μήνα
- δηλώνοντας συμμετοχή
- είναι μέσα στην ομάδα μας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- είμαι μέσα: συμφωνώ να γίνει
- κάνω μέσα: εκτίω ποινή στη φυλακή
- μέσα από τα δόντια: χωρίς καλή άρθρωση // με χαμηλή ένταση φωνής
- μέσα είσαι: το βρήκες, σωστά τα λες, έτσι έγινε
- μέσα μου: στην ψυχή μου, ενδόμυχα
- μπαίνω μέσα: έχω κόστος μεγαλύτερο από τα έσοδα
- πέφτω μέσα: προβλέπω σωστά
- στα μέσα και στα έξω: με πρόσβαση σε πρόσωπα ή χώρους // με μεγάλη επιρροή
- το έχω μέσα μου: είναι στη φύση μου, έχω κάτι έμφυτο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εσωτερικό χώρου ή αντικειμένου
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέσα | τα | μέσα |
γενική | του | μέσα | των | μέσα |
αιτιατική | το | μέσα | τα | μέσα |
κλητική | μέσα | μέσα | ||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
μέσα ουδέτεροάκλιτο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μέσα άκλιτο
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μέσος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μέσο
Επεξεργασία
- ↑ «μέσα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.