Ετυμολογία

επεξεργασία
into < in + to

into (en)

  1. σε, μέσα σε, σε μια θέση μέσα σε κάτι
    παράδειγμα  Come into the room!
    Έλα μέσα στο δωμάτιο!
    παράδειγμα  Throw it into the fire.
    Πέταξε το στη φωτιά.
  2. σε, προς την κατεύθυνση του κάτι
    παράδειγμα  Her child is looking into space.
    Το παιδί της κοιτάζει στο διάστημα.
  3. σε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια αλλαγή στην κατάσταση
    παράδειγμα  She burst into tears.
    Ξέσπασε σε δάκρυα.
    παράδειγμα  The water changes into ice.
    Το νερό μεταβάλλεται σε πάγο.
    παράδειγμα  Some terms can be translated into Greek, others can’t.
    Μερικοί όροι μεταφράζονται στα ελληνικά, άλλοι όχι.
  4. σε, χρησιμοποιείται για τη διαίρεση αριθμών
    παράδειγμα  5 into 30 is 6 - το 5 στο 30 πάει 6

Παράγωγα

επεξεργασία