into
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
into (en)
- σε, μέσα σε, σε μια θέση μέσα σε κάτι
Come into the room!
- Έλα μέσα στο δωμάτιο!
Throw it into the fire.
- Πέταξε το στη φωτιά.
- σε, προς την κατεύθυνση του κάτι
Her child is looking into space.
- Το παιδί της κοιτάζει στο διάστημα.
- σε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια αλλαγή στην κατάσταση
She burst into tears.
- Ξέσπασε σε δάκρυα.
The water changes into ice.
- Το νερό μεταβάλλεται σε πάγο.
Some terms can be translated into Greek, others can’t.
- Μερικοί όροι μεταφράζονται στα ελληνικά, άλλοι όχι.
- σε, χρησιμοποιείται για τη διαίρεση αριθμών
5 into 30 is 6 - το 5 στο 30 πάει 6