in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | in |
συγκριτικός | more in |
υπερθετικός | most in |
in (en)
Επίρρημα
επεξεργασίαin (en) (χωρίς παραθετικά)
- μέσα, βάζω κάτι, μπαίνω σε ένα αντικείμενο, μια περιοχή ή μια ουσία
- ⮡ Come in!
- Έλα μέσα!
- ⮡ Put it in, please.
- Βάλε το, παρακαλώ.
- ⮡ I am going in now.
- Μπαίνω (μέσα) τώρα.
- ⮡ Come in!
- μέσα, που περιέχεται σε ένα αντικείμενο, μια περιοχή ή μια ουσία
- ⮡ I locked myself in.
- Κλειδώθηκα μέσα.
- ⮡ He is in the room.
- Είναι μέσα στο δωμάτιο.
- ⮡ I want coffee with milk in.
- Θέλω καφέ με γάλα.
- ⮡ I locked myself in.
- μέσα, για άτομα που βρίσκονται στο σπίτι ή σε χώρο εργασίας
- ⮡ Is the manager in?
- Είναι μέσα ο διευθυντής;
- ⮡ Is the manager in?
- για τρένα, λεωφορεία κτλ. που βρίσκονται στο σημείο όπου μπορούν να επιβιβαστούν ή να κατέβουν οι άνθρωποι, για παράδειγμα ο σταθμός
- ⮡ Our train isn’t in yet.
- Το τρένο μας δεν έφτασε ακόμα.
- ⮡ Our train isn’t in yet.
- για κάτι που υποβάλλεται ή μαζεύεται
- ⮡ I am sending a report in.
- Υποβάλλω μια έκθεση.
- ⮡ He put an application for leave in./He put in an application for leave.
- Υπέβαλε αίτηση για άδεια.
- ⮡ The apple harvest is in.
- Τα μήλα μαζεύτηκαν.
- ⮡ I am sending a report in.
- εκλέγομαι
- ⮡ If the liberals get in at the next elections…
- Αν εκλεγούν οι φιλελεύθεροι στις επόμενες εκλογές…
- ⮡ Smith failed to get in.
- Δε μπόρεσε να εκλεγεί ο Σμιθ.
- ⮡ If the liberals get in at the next elections…
Πρόθεση
επεξεργασίαin (en)
- σε, μέσα, σε ένα σημείο εντός μιας περιοχής ή ενός χώρου
- ⮡ Greece is a country in Europe.
- Η Ελλάδα είναι χώρα στην Ευρώπη.
- ⮡ I sit in the front/back row.
- Κάθομαι στη μπροστινή/πίσω σειρά.
- ⮡ a place for everything and everything in its place - μια θέση για το καθετί και το καθετί στη θέση του
- ⮡ It is difficult for me to concentrate in here.
- Μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ εδώ μέσα.
- ⮡ Greece is a country in Europe.
- σε, μέσα, για πράγμα που περιέχεται μέσα σε κάτι άλλο
- σε, για κάποιον που μπαίνει μέσα σε κάποιο μέρος
- χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι αποτελεί το σύνολο ή μέρος κάποιου ή κάποιου
- ⮡ There are 31 days in May.
- Υπάρχουν 31 ημέρες τον Μάιο.
- ⮡ There are 31 days in May.
- μέσα, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
- ⮡ We will hear the news in the next few days.
- Θα ακούσουμε τα νέα τις επόμενες μέρες. (μέσα στις επόμενες μέρες)
- ⮡ In the next month, everything will be done.
- Μέσα στον επόμενο μήνα, όλα θα έχουν φτιαχτεί.
- ⮡ We will leave in the evening.
- Θα φύγουμε το βράδυ.
- ⮡ Leaves fall in autumn.
- Τα φύλλα πέφτουν το φθινόπωρο.
- ⮡ I learned a lot in the last year.
- Έμαθα πολλά τον τελευταίο χρόνο.
- ⮡ In November it rains.
- Τον Νοέμβριο βρέχει.
- ≈ συνώνυμα: within, during
- ⮡ We will hear the news in the next few days.
- σε, μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ⮡ I have to leave in five minutes.
- Πρέπει να φύγω σε πέντε λεπτά.
- ⮡ I will be at the field in ten minutes.
- Θα είμαι στο γήπεδο σε δέκα λεπτά.
- ⮡ The whole project will be finished in two years.
- Το όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια.
- ⮡ I have to leave in five minutes.
- με, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι φοράω κάτι
- ⮡ She was in shorts.
- Ήταν με σορτς.
- ⮡ She was in shorts.
- σε, με, χρησιμοποιείται για να δείξει τη γλώσσα, το υλικό, το μέσο κτλ. που χρησιμοποιείται
- ⮡ Say it to me in English.
- Πες μου το στα αγγλικά.
- ⮡ Do you ever dream in another language?
- Ονειρεύεσαι ποτέ σε άλλη γλώσσα;
- ⮡ I wrote my answers in pencil.
- Έγραψα τις απαντήσεις μου με μολύβι.
- ⮡ He spoke in a decisive tone.
- Mίλησε με αποφασιστικό τόνο.
- ⮡ Say it to me in English.
- σε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια κατάσταση
- ⮡ I'm not in the mood to go out tonight.
- Δεν είμαι στη φάση να βγούμε έξω απόψε.
- ⮡ His finances are in terrible condition.
- Τα οικονομικά του είναι σε άθλια κατάσταση.
- ⮡ The Democrats are in power again.
- Οι Δημοκρατικοί είναι στην εξουσία πάλι.
- ⮡ I'm not in the mood to go out tonight.
- σε, να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι συμμετέχω σε κάτι, παίρνω μέρος σε κάτι
- ⮡ No, I’m not in high school.
- Όχι δεν είμαι στο λύκειο.
- ⮡ He found solace in his studies.
- Βρήκε παρηγοριά στις σπουδές του.
- ⮡ I failed in history.
- Απέτυχε στην ιστορία.
- ⮡ He failed in convincing him.
- Απέτυχε να τον πείσει.
- ⮡ I succeeded in writing the book.
- Κατάφερα να γράψω το βιβλίο.
- ⮡ No, I’m not in high school.
- σε, για, χρησιμοποιείται για να δείξει τη δουλειά κάποιου
- σε, με, προς, χρησιμοποιείται για να δείξει τη μορφή, το σχήμα, τη διάταξη ή την ποσότητα κάτι
- ⮡ in a row - στη σειρά
- ⮡ in alphabetical/chronological order - με αλφαβητική/χρονολογική σειρά
- ⮡ The car skidded and turned in the opposite direction.
- Το αυτοκίνητο ντεραπάρησε και γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
- ⮡ They stood in a circle in the middle of the street.
- Στέκονταν κύκλο στη μέση του δρόμου.
- σε, για, σύμφωνα με, χρησιμοποιείται για να δείξει την ιδιότητα ή το πράγμα για το οποίο γίνεται μια κρίση
- ⮡ He is an expert in public finance.
- Είναι ειδικός στα δημόσια οικονομικά.
- ⮡ I am confident in the result.
- Είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
- ⮡ He openly stated that he will act in his own self-interest.
- Δήλωσε απροκάλυπτα ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον.
- ⮡ It is 7 meters in length.
- Το μήκος του είναι 7 μέτρα.
- ⮡ He is an expert in public finance.
- ενώ κάνει κάτι· ενώ κάτι συμβαίνει
- σε, χρησιμοποιείται για την εμφάνιση ενός ποσοστού ή σχετικού ποσού
- ⮡ There's a one in five chance of that happening.
- Η πιθανότητα του να γίνει αυτό είναι μία στις πέντε.
- ⮡ I won seven times in a row.
- Κέρδισα επτά φορές στη σειρά.
- ⮡ There's a one in five chance of that happening.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- in (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- in (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- in (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 270, 372-374, 531, 539-540, 619, 782. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκλέγω, θέση, με, μέσα, οικονομικά, σειρά
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαin (fr) άκλιτο
Πρόθεση
επεξεργασίαin (fr)
- μέσα (χρησιμοποιείται για να στείλει τον αναγνώστη σε μια βιβλιογραφική πηγή)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαin (nl)