Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪn/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός in
συγκριτικός more in
υπερθετικός most in

in (en)

  Επίρρημα

επεξεργασία

in (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μέσα, βάζω κάτι, μπαίνω σε ένα αντικείμενο, μια περιοχή ή μια ουσία
    ⮡  Come in!
    Έλα μέσα!
    ⮡  Put it in, please.
    Βάλε το, παρακαλώ.
    ⮡  I am going in now.
    Μπαίνω (μέσα) τώρα.
  2. μέσα, που περιέχεται σε ένα αντικείμενο, μια περιοχή ή μια ουσία
    ⮡  I locked myself in.
    Κλειδώθηκα μέσα.
    ⮡  He is in the room.
    Είναι μέσα στο δωμάτιο.
    ⮡  I want coffee with milk in.
    Θέλω καφέ με γάλα.
  3. μέσα, για άτομα που βρίσκονται στο σπίτι ή σε χώρο εργασίας
    ⮡  Is the manager in?
    Είναι μέσα ο διευθυντής;
  4. για τρένα, λεωφορεία κτλ. που βρίσκονται στο σημείο όπου μπορούν να επιβιβαστούν ή να κατέβουν οι άνθρωποι, για παράδειγμα ο σταθμός
    ⮡  Our train isn’t in yet.
    Το τρένο μας δεν έφτασε ακόμα.
  5. για κάτι που υποβάλλεται ή μαζεύεται
    ⮡  I am sending a report in.
    Υποβάλλω μια έκθεση.
    ⮡  He put an application for leave in./He put in an application for leave.
    Υπέβαλε αίτηση για άδεια.
    ⮡  The apple harvest is in.
    Τα μήλα μαζεύτηκαν.
  6. εκλέγομαι
    ⮡  If the liberals get in at the next elections…
    Αν εκλεγούν οι φιλελεύθεροι στις επόμενες εκλογές…
    ⮡  Smith failed to get in.
    Δε μπόρεσε να εκλεγεί ο Σμιθ.

  Πρόθεση

επεξεργασία

in (en)

  1. σε, μέσα, σε ένα σημείο εντός μιας περιοχής ή ενός χώρου
    ⮡  Greece is a country in Europe.
    Η Ελλάδα είναι χώρα στην Ευρώπη.
    ⮡  I sit in the front/back row.
    Κάθομαι στη μπροστινή/πίσω σειρά.
    ⮡  a place for everything and everything in its place - μια θέση για το καθετί και το καθετί στη θέση του
    ⮡  It is difficult for me to concentrate in here.
    Μου είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ εδώ μέσα.
  2. σε, μέσα, για πράγμα που περιέχεται μέσα σε κάτι άλλο
    ⮡  There is seating for 30 children in each classroom.
    Υπάρχουν θέσεις για 30 παιδιά σε κάθε τάξη.
    ⮡  In the box there were two old photographs.
    Μέσα στο κουτί βρίσκονταν δύο παλιές φωτογραφίες.
     συνώνυμα: inside, within
  3. σε, για κάποιον που μπαίνει μέσα σε κάποιο μέρος
    ⮡  She went in her room and closed the door behind her.
    Πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
    ⮡  There is no room for all of us in the car.
    Δεν υπάρχει χώρο για όλους μας στο αυτοκίνητο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη inside
  4. χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι αποτελεί το σύνολο ή μέρος κάποιου ή κάποιου
    ⮡  There are 31 days in May.
    Υπάρχουν 31 ημέρες τον Μάιο.
  5. μέσα, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου
    ⮡  We will hear the news in the next few days.
    Θα ακούσουμε τα νέα τις επόμενες μέρες. (μέσα στις επόμενες μέρες)
    ⮡  In the next month, everything will be done.
    Μέσα στον επόμενο μήνα, όλα θα έχουν φτιαχτεί.
    ⮡  We will leave in the evening.
    Θα φύγουμε το βράδυ.
    ⮡  Leaves fall in autumn.
    Τα φύλλα πέφτουν το φθινόπωρο.
    ⮡  I learned a lot in the last year.
    Έμαθα πολλά τον τελευταίο χρόνο.
    ⮡  In November it rains.
    Τον Νοέμβριο βρέχει.
     συνώνυμα: within, during
  6. σε, μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
    ⮡  I have to leave in five minutes.
    Πρέπει να φύγω σε πέντε λεπτά.
    ⮡  I will be at the field in ten minutes.
    Θα είμαι στο γήπεδο σε δέκα λεπτά.
    ⮡  The whole project will be finished in two years.
    Το όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια.
  7. με, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι φοράω κάτι
    ⮡  She was in shorts.
    Ήταν με σορτς.
  8. σε, με, χρησιμοποιείται για να δείξει τη γλώσσα, το υλικό, το μέσο κτλ. που χρησιμοποιείται
    ⮡  Say it to me in English.
    Πες μου το στα αγγλικά.
    ⮡  Do you ever dream in another language?
    Ονειρεύεσαι ποτέ σε άλλη γλώσσα;
    ⮡  I wrote my answers in pencil.
    Έγραψα τις απαντήσεις μου με μολύβι.
    ⮡  He spoke in a decisive tone.
    Mίλησε με αποφασιστικό τόνο.
  9. σε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια κατάσταση
    ⮡  I'm not in the mood to go out tonight.
    Δεν είμαι στη φάση να βγούμε έξω απόψε.
    ⮡  His finances are in terrible condition.
    Τα οικονομικά του είναι σε άθλια κατάσταση.
    ⮡  The Democrats are in power again.
    Οι Δημοκρατικοί είναι στην εξουσία πάλι.
  10. σε, να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι συμμετέχω σε κάτι, παίρνω μέρος σε κάτι
    ⮡  No, I’m not in high school.
    Όχι δεν είμαι στο λύκειο.
    ⮡  He found solace in his studies.
    Βρήκε παρηγοριά στις σπουδές του.
    ⮡  I failed in history.
    Απέτυχε στην ιστορία.
    ⮡  He failed in convincing him.
    Απέτυχε να τον πείσει.
    ⮡  I succeeded in writing the book.
    Κατάφερα να γράψω το βιβλίο.
  11. σε, για, χρησιμοποιείται για να δείξει τη δουλειά κάποιου
    ⮡  I work in the public sector.
    Δουλεύω στο δημόσιο.
    ⮡  He works in radio.
    Δουλεύει για το ραδιόφωνο.
     συνώνυμα: for
  12. σε, με, προς, χρησιμοποιείται για να δείξει τη μορφή, το σχήμα, τη διάταξη ή την ποσότητα κάτι
    ⮡  in a row - στη σειρά
    ⮡  in alphabetical/chronological order - με αλφαβητική/χρονολογική σειρά
    ⮡  The car skidded and turned in the opposite direction.
    Το αυτοκίνητο ντεραπάρησε και γύρισε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
    ⮡  They stood in a circle in the middle of the street.
    Στέκονταν κύκλο στη μέση του δρόμου.
  13. σε, για, σύμφωνα με, χρησιμοποιείται για να δείξει την ιδιότητα ή το πράγμα για το οποίο γίνεται μια κρίση
    ⮡  He is an expert in public finance.
    Είναι ειδικός στα δημόσια οικονομικά.
    ⮡  I am confident in the result.
    Είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
    ⮡  He openly stated that he will act in his own self-interest.
    Δήλωσε απροκάλυπτα ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον.
    ⮡  It is 7 meters in length.
    Το μήκος του είναι 7 μέτρα.
  14. ενώ κάνει κάτι· ενώ κάτι συμβαίνει
  15. σε, χρησιμοποιείται για την εμφάνιση ενός ποσοστού ή σχετικού ποσού
    ⮡  There's a one in five chance of that happening.
    Η πιθανότητα του να γίνει αυτό είναι μία στις πέντε.
    ⮡  I won seven times in a row.
    Κέρδισα επτά φορές στη σειρά.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

in (fr) άκλιτο

  Πρόθεση

επεξεργασία

in (fr)

  • μέσα (χρησιμοποιείται για να στείλει τον αναγνώστη σε μια βιβλιογραφική πηγή)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

in (nl)