μπαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαίνω < ἐμπαίνω με αποβολή του αρχικού [e] < αρχαία ελληνική ἐμβαίνω (που προφερόταν με [mb][1] < ἐν + βαίνω. Διαφορετικό το μπάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαμπαίνω, πρτ.: έμπαινα, στ.μέλλ.: θα μπω, αόρ.: μπήκα, μτχ.π.π.: μπασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- εισέρχομαι μέσα σε κάτι, σε έναν χώρο, τόπο, πράγμα
- (για υφάσματα, ρουχισμό κλπ) μικραίνω
- μην πλένεις τα μάλλινα με ζεστό νερό γιατί μπαίνουν
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις έμβαση και βαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπαίνω | έμπαινα | θα μπαίνω | να μπαίνω | μπαίνοντας | |
β' ενικ. | μπαίνεις | έμπαινες | θα μπαίνεις | να μπαίνεις | μπαίνε - έμπαινε | |
γ' ενικ. | μπαίνει | έμπαινε | θα μπαίνει | να μπαίνει | ||
α' πληθ. | μπαίνουμε | μπαίναμε | θα μπαίνουμε | να μπαίνουμε | ||
β' πληθ. | μπαίνετε | μπαίνατε | θα μπαίνετε | να μπαίνετε | μπαίνετε | |
γ' πληθ. | μπαίνουν(ε) | έμπαιναν μπαίναν(ε) |
θα μπαίνουν(ε) | να μπαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπήκα | θα μπω | να μπω | μπει | ||
β' ενικ. | μπήκες | θα μπεις | να μπεις | μπες - έμπα | ||
γ' ενικ. | μπήκε | θα μπει | να μπει | |||
α' πληθ. | μπήκαμε | θα μπούμε | να μπούμε | |||
β' πληθ. | μπήκατε | θα μπείτε | να μπείτε | μπείτε | ||
γ' πληθ. | μπήκαν(ε) | θα μπουν | να μπουν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπει | είχα μπει | θα έχω μπει | να έχω μπει | ||
β' ενικ. | έχεις μπει | είχες μπει | θα έχεις μπει | να έχεις μπει | ||
γ' ενικ. | έχει μπει | είχε μπει | θα έχει μπει | να έχει μπει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπει | είχαμε μπει | θα έχουμε μπει | να έχουμε μπει | ||
β' πληθ. | έχετε μπει | είχατε μπει | θα έχετε μπει | να έχετε μπει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπει | είχαν μπει | θα έχουν μπει | να έχουν μπει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπασμένος - είμαστε, είστε, είναι μπασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαίνω
για ρουχισμό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας